14 Μποροῦμε νὰ πλησιάσωμεν τὸν Θεὸν μὲ ἐμπιστοσύνην διὰ τὸν ἑξῆς λόγον: ἐὰν ζητᾶμε κάτι σύμφωνα πρὸς τὸ θέλημά του, μᾶς ἀκούει.
15 Καὶ ἐὰν ξέρωμεν ὅτι ἀκούει τὰ αἰτήματά μας, ξέρομεν ὅτι ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἐζητήσαμεν ἔγιναν δικά μας.
16 Ἐὰν ἰδῇ κανεὶς τὸν ἀδελφόν του νὰ κάνῃ ἁμαρτίαν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἁμαρτία θανάσιμη, τότε πρέπει νὰ προσευχηθῇ καὶ θὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ζωήν, εἰς ἐκείνους ποὺ δὲν διαπράττουν ἁμαρτίαν θανάσιμη. Ὑπάρχει ἁμαρτία θανάσιμη. Δὲν λέγω νὰ παρακαλέσῃ γι᾽ αὐτήν.
17 Κάθε ἀδικία εἶναι ἁμαρτία καὶ ὑπάρχει ἁμαρτία ἡ ὁποία δὲν εἶναι θανάσιμη.
18 Ξέρομεν ὅτι ὅποιος εἶναι γεννημένος ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν ἁμαρτάνει, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸν φυλάσσει αὐτὸν καὶ ὁ πονηρὸς δὲν τὸν ἀγγίζει.
19 Ξέρομεν ὅτι εἴμεθα τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾽ ὁ κόσμος ὁλόκληρος βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τοῦ πονηροῦ.
20 Καὶ ξέρομεν ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει ἔλθει καὶ μᾶς ἔδωκε νοῦν διὰ νὰ ξέρωμεν αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀληθινός· καὶ εἴμεθα πραγματικὰ ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ Υἱῷ του Ἰησοῦ Χριστῷ. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος.