12 Ἀλλ᾽ αὐτοὶ σὰν ἄλογα ζῶα, γεννημένα ἐκ φύσεως εἰς τὸ νὰ συλλαμβάνωνται καὶ νὰ σκοτώνωνται, λοιδοροῦν πράγματα ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ θὰ καταστραφοῦν μαζὶ μὲ αὐτά,
13 ζημιούμενοι, εἰς ἀνταπόδοσιν τοῦ κακοῦ ποὺ ἐπροξένησαν. Τὸ νὰ εὐωχοῦνται κατὰ τὴν ἡμέραν εἶναι ὁ δικός των τρόπος ἀπολαύσεως· κηλῖδες καὶ μολύσματα, ἀπολαμβάνοντες τὴν διαφθοράν των, ὅταν συντρώγουν μαζί σας·
14 ἔχουν μάτια γεμᾶτα μοιχείαν καὶ ἀχόρταγα δι᾽ ἁμαρτίαν, δελεάζουν ψυχὲς ποὺ δὲν εἶναι στερεωμένες, ἔχουν τὴν καρδιά τους γυμνασμένην εἰς τὴν πλεονεξίαν, εἶναι παιδιὰ καταραμένα.
15 Ἀφοῦ ἄφησαν τὸν ἴσιο δρόμο, ἐπλανήθησαν καὶ ἀκολούθησαν τὸν δρόμον τοῦ Βαλαὰμ τοῦ υἱοῦ τοῦ Βοσόρ, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε χρήματα δι᾽ ἄδικον πρᾶξιν,
16 ἀλλὰ ἠλέγχθη διὰ τὴν παρανομίαν του. Ἕνα ἄφωνον ὑποζύγιον μίλησε μὲ ἀνθρώπινην φωνὴν καὶ ἐμπόδισε τὴν παραφροσύνην τοῦ προφήτου.
17 Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πηγὲς χωρὶς νερό, σύννεφα ποὺ τὰ παρασύρει ἡ θύελλα, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει φυλαχθῆ τὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι εἰς τὸν αἰῶνα.
18 Διότι μὲ τὸ νὰ μιλοῦν λόγια ὑπερήφανα χωρὶς περιεχόμενον, δελεάζουν μὲ σαρκικὰ διεφθαρμένα πάθη ἀνθρώπους, ποὺ μόλις εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν πλάνη.