14 ἔχουν μάτια γεμᾶτα μοιχείαν καὶ ἀχόρταγα δι᾽ ἁμαρτίαν, δελεάζουν ψυχὲς ποὺ δὲν εἶναι στερεωμένες, ἔχουν τὴν καρδιά τους γυμνασμένην εἰς τὴν πλεονεξίαν, εἶναι παιδιὰ καταραμένα.
15 Ἀφοῦ ἄφησαν τὸν ἴσιο δρόμο, ἐπλανήθησαν καὶ ἀκολούθησαν τὸν δρόμον τοῦ Βαλαὰμ τοῦ υἱοῦ τοῦ Βοσόρ, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε χρήματα δι᾽ ἄδικον πρᾶξιν,
16 ἀλλὰ ἠλέγχθη διὰ τὴν παρανομίαν του. Ἕνα ἄφωνον ὑποζύγιον μίλησε μὲ ἀνθρώπινην φωνὴν καὶ ἐμπόδισε τὴν παραφροσύνην τοῦ προφήτου.
17 Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πηγὲς χωρὶς νερό, σύννεφα ποὺ τὰ παρασύρει ἡ θύελλα, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει φυλαχθῆ τὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι εἰς τὸν αἰῶνα.
18 Διότι μὲ τὸ νὰ μιλοῦν λόγια ὑπερήφανα χωρὶς περιεχόμενον, δελεάζουν μὲ σαρκικὰ διεφθαρμένα πάθη ἀνθρώπους, ποὺ μόλις εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ζοῦν μέσα στὴν πλάνη.
19 Τοὺς ὑπόσχονται ἐλευθερίαν, ἐνῷ αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι τῆς διαφθορᾶς. Διότι ἀπὸ ὅ,τι ἔχει ὁ ἄνθρωπος νικηθῆ, εἰς αὐτὸ καὶ ἔχει ὑποδουλωθῆ.
20 Ἐάν, ἀφοῦ ἀπέφυγαν τὰ μιάσματα τοῦ κόσμου διὰ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάλιν ἐμπλέκονται εἰς αὐτὰ καὶ νικῶνται, τότε τὰ τελευταῖά των ἔχουν γίνει χειρότερα ἀπὸ τὰ πρῶτα.