2 Πολλοὶ θὰ τοὺς ἀκολουθήσουν εἰς τὰς ἀσελγείας των καὶ ἐξ αἰτίας των ὁ δρόμος τῆς ἀληθείας θὰ δυσφημηθῇ·
3 καὶ μὲ πλεονεξίαν θὰ σᾶς ἐκμεταλλευθοῦν μὲ πλαστὰ λόγια. Ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφασις ἐναντίον των, ἀπὸ παλαιὰ χρόνια, δὲν μένει ἀδρανὴς καὶ ἡ καταστροφή των δὲν ἀποκοιμήθηκε.
4 Ὁ Θεὸς δὲν ἐλυπήθηκε τοὺς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν, ἀλλὰ τοὺς ἔρριξε εἰς τὰ ζοφερὰ σπήλαια τοῦ ταρτάρου καὶ τοὺς παρέδωκε νὰ φυλάσσωνται ἕως ὅτου δικασθοῦν·
5 δὲν ἐλυπήθηκε τὸν ἀρχαῖον κόσμον ἀλλὰ ἐφύλαξε τὸν Νῶε, τὸν κήρυκα τῆς δικαιοσύνης, μὲ ἄλλους ἑπτά, ὅταν ἔφερε τὸν κατακλυσμὸν εἰς ἕνα κόσμον ἀσεβῶν ἀνθρώπων·
6 μετέβαλε τὰς πόλεις τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας σὲ στάκτην, καταδικάσας αὐτὰς εἰς καταστροφήν, καὶ τὰς ἔκανε παράδειγμα διὰ τοὺς ἀσεβεῖς τοῦ μέλλοντος·
7 ἔσωσε τὸν δίκαιον Λώτ, ὁ ὁποῖος ὑπέφερε ἀπὸ τὴν διαγωγὴν διεφθαρμένων ἀνθρώπων —
8 διότι μὲ ὅσα ἔβλεπε καὶ μὲ ὅσα ἄκουε κάθε ἡμέραν αὐτὸς ὁ δίκαιος, κατοικῶν μεταξύ των, ἐβασανίζετο ἡ δικαία του ψυχὴ ἀπὸ τὰς παρανόμους πράξεις των.