1 Σὲ ἐξορκίζω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μέλλει νὰ κρίνῃ ζωντανοὺς καὶ νεκροὺς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐμφανίσεώς του καὶ τῆς βασιλείας του,
2 κήρυξε τὸν λόγον, ἐπίμενε εἰς κατάλληλον καὶ ἀκατάλληλον καιρόν, ἔλεγξε, ἐπιτίμησε, ἐνθάρρυνε μὲ κάθε μακροθυμίαν καὶ διδασκαλίαν.
3 Διότι θὰ ἔλθῃ καιρός, ποὺ δὲν θὰ ἀνέχωνται τὴν ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν ἀλλὰ θὰ συσσωρεύσουν διδασκάλους, σύμφωνα πρὸς τὰς δικάς των ἐπιθυμίας, ἐπειδὴ θὰ αἰσθάνωνται γαργαλισμὸν εἰς τὰ αὐτιά τους,
4 καὶ ἀπὸ μὲν τὴν ἀλήθειαν θὰ ἀποστρέψουν τὴν ἀκοήν των, θὰ τραποῦν δὲ πρὸς τοὺς μύθους.
5 Σὺ ὅμως, νὰ εἶσαι σώφρων εἰς ὅλα, κακοπάθησε, κάμε ἔργον εὐαγγελιστοῦ, τὴν ὑπηρεσίαν σου κάνε εἰς τὴν ἐντέλειαν.
6 Ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος νὰ χύσω τὸ αἷμά μου σὰν σπονδὴν καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἔφθασε.
7 Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἀγωνίσθηκα, τὸν δρόμον ἐτελείωσα, τὴν πίστιν ἐτήρησα