5 Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ σᾶς ὑστερῇ σὲ σοφίαν, ἂς ζητήσῃ ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος δίνει εἰς ὅλους μὲ γενναιοδωρίαν καὶ χωρὶς νὰ προσβάλῃ, καὶ θὰ τοῦ δοθῇ.
6 Νὰ ζητᾷ ὅμως μὲ πίστιν χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλῃ καθόλου, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει, μοιάζει μὲ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης, τὸ ὁποῖον κινεῖται ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ φέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
7 Ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅτι θὰ πάρῃ τίποτε ἀπὸ τὸν Κύριον·
8 εἶναι ἄνθρωπος δίγνωμος, ἀκατάστατος εἰς ὅλην τὴν διαγωγήν του.
9 Ἂς καυχᾶται ὁ ἀδελφὸς ὁ ἄσημος διὰ τὴν ἀνύψωσίν του,
10 καὶ ὁ πλούσιος διὰ τὴν ταπείνωσίν του, διότι θὰ παρέλθῃ σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ.
11 Μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος μὲ καυστικὴν θερμότητα, ἐξεράθηκε τὸ χορτάρι, τὸ ἄνθος του ἔπεσε καὶ ἡ ὡραιότης τῆς ἐμφανίσεώς του ἐχάθηκε. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαραθῇ μέσα εἰς τὰς ἀσχολίας του.