14 Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἀδελφοί μου, ἐὰν λέγῃ κανεὶς ὅτι ἔχει πίστιν, δὲν ἔχει ὅμως ἔργα; Μήπως εἶναι δυνατὸν ἡ πίστις του νὰ τὸν σώσῃ;
15 Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἢ μία ἀδελφὴ δὲν ἔχουν ἐπαρκῆ ἐνδύματα καὶ στεροῦνται τῆς καθημερινῆς τροφῆς,
16 τοὺς πῇ δὲ κάποιος ἀπὸ σᾶς, «Πηγαίνετε στὸ καλό, ζεσταθῆτε καὶ χορτασθῆτε», καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὸ σῶμα, ποιά ἡ ὠφέλεια;
17 Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν ἔχῃ ἔργα εἶναι νεκρὴ καθ᾽ ἑαυτήν.
18 Ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πῇ, «Ὁ ἕνας ἔχει πίστιν καὶ ὁ ἄλλος ἔχει ἔργα»· ἀπόδειξέ μου ὅτι ἔχεις πίστιν χωρὶς ἔργα καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποδείξω ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὴν πίστιν μου.
19 Σὺ πιστεύεις ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Καλὰ κάνεις· καὶ τὰ δαιμόνια τὸ πιστεύουν αὐτὸ καὶ φρίττουν.
20 Θέλεις νὰ μάθῃς, ὦ ἄνθρωπε κούφιε, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή;