2 Ἐὰν μπῇ εἰς τὴν συνάθροισίν σας ἄνθρωπος μὲ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ ὡραῖα ντυμένος, καὶ μπῇ ἐπίσης ἕνας πτωχὸς μὲ λερωμένα ροῦχα,
3 καὶ σεῖς δώσετε προσοχὴν εἰς ἐκεῖνον ποὺ φορεῖ τὰ ὡραῖα ροῦχα καὶ τοῦ πῆτε, Κάθησε ἐδῶ, παρακαλῶ, καὶ εἰς τὸν πτωχὸν πῆτε, Σὺ στάσου ἐκεῖ ἢ κάθησε ἐδῶ κοντὰ εἰς τὸ σκαμνὶ τῶν ποδιῶν μου,
4 δὲν ἐκάνατε μεταξύ σας διάκρισιν καὶ δὲν ἐγίνατε κριταὶ μὲ σκέψεις κακές;
5 Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Ὁ Θεὸς δὲν ἐδιάλεξε ἐκείνους ποὺ εἶναι πτωχοὶ εἰς τὰ μάτια τοῦ κόσμου νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὴν πίστιν καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκε εἰς ὅσους τὸν ἀγαποῦν;
6 Σεῖς ὅμως ἐξευτελίσατε τὸν πτωχόν. Δὲν σᾶς καταδυναστεύουν οἱ πλούσιοι, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ποὺ σᾶς σύρουν εἰς τὰ δικαστήρια;
7 Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλασφημοῦν τὸ τιμητικὸν ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε;
8 Ἐὰν πραγματικὰ ἐφαρμόζετε τὸν βασιλικὸν νόμον, σύμφωνα μὲ τὴν γραφήν, Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου, καλὰ κάνετε.