9 Ἐὰν ὅμως χαρίζεσθε σὲ πρόσωπα, κάνετε ἁμαρτίαν, καὶ ἐλέγχεσθε ἀπὸ τὸν νόμον ὡς παραβάται.
10 Διότι ὅποιος τηρήσῃ ὁλόκληρον τὸν νόμον, πταίσῃ ὅμως εἰς ἕνα σημεῖον, ἔχει γίνει ἔνοχος παραβάσεως ὅλου τοῦ νόμου.
11 Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς εἶπε καὶ Νὰ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, ἀλλὰ φονεύσῃς, ἔχεις γίνει παραβάτης τοῦ νόμου.
12 Νὰ μιλᾶτε καὶ νὰ ἐνεργῆτε σὰν ἄνθρωποι ποὺ μέλλετε νὰ κριθῆτε διὰ νόμου ἐλευθερίας,
13 διότι ἡ κρίσις θὰ εἶναι ἄσπλαγχνη πρὸς ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔδειξε εὐσπλαγχνίαν. Ἡ εὐσπλαγχνία θριαμβεύει ἔναντι τῆς κρίσεως.
14 Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἀδελφοί μου, ἐὰν λέγῃ κανεὶς ὅτι ἔχει πίστιν, δὲν ἔχει ὅμως ἔργα; Μήπως εἶναι δυνατὸν ἡ πίστις του νὰ τὸν σώσῃ;
15 Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἢ μία ἀδελφὴ δὲν ἔχουν ἐπαρκῆ ἐνδύματα καὶ στεροῦνται τῆς καθημερινῆς τροφῆς,