10 Ταπεινωθῆτε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ αὐτὸς θὰ σᾶς ὑψώσῃ.
11 Μὴ κακολογῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος ποὺ κακολογεῖ ἀδελφὸν καὶ κρίνει ἀδελφόν του, κακολογεῖ τὸν νόμον καὶ κρίνει τὸν νόμον. Ἀλλ᾽ ἐὰν κρίνῃς τὸν νόμον, τότε δὲν εἶσαι ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου ἀλλὰ κριτής του.
12 Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ. Ποιός εἶσαι σὺ ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλον;
13 Ἐλᾶτε τώρα σεῖς ποὺ λέγετε, «Σήμερα ἢ αὔριον θὰ πᾶμε εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἕνα χρόνο· θὰ ἐμπορευθοῦμε καὶ θὰ κερδίσωμε χρήματα».
14 Σεῖς ποὺ δὲν ξέρετε τί θὰ συμβῇ αὔριον. Ποιά εἶναι ἡ ζωή σας; Εἶσθε σὰν τὸν ἀτμόν, ποὺ φαίνεται γιὰ λίγο διάστημα καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται.
15 Νὰ λέγετε μᾶλλον, «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάνωμεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο».
16 Τώρα ὅμως καυχᾶσθε μὲ τὰς ἀλαζονείας σας, ἀλλὰ κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακή.