1 Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἐβγῆκε μὲ τοὺς μαθητάς του πέραν ἀπὸ τὸν χείμαρρον τῶν Κέδρων, ὅπου ὑπῆρχε κῆπος, εἰς τὸν ὁποῖον ἐμπῆκε αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του.
2 Ἤξερε τὸν τόπον καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωσε, διότι πολλὲς φορὲς ὁ Ἰησοῦς ἐσύχναζε ἐκεῖ μὲ τοὺς μαθητάς του.
3 Ἐπῆρε λοιπὸν ὁ Ἰούδας φρουρὰν καὶ ὑπηρέτας ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ ἦλθε ἐκεῖ μὲ φανοὺς καὶ λαμπάδες καὶ ὅπλα.
4 Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ὅλα ὅσα θὰ τοῦ συνέβαιναν καὶ προχώρησε καὶ τοὺς εἶπε, «Ποιόν ζητᾶτε;».
5 Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ εἶμαι». Ἦτο δὲ μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωσε.
6 Μόλις τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι», ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.