18 Ἐστέκοντο ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνάψει κάρβουνα γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, διότι ἔκανε κρύο· στεκότανε δὲ μαζί τους καὶ ὁ Πέτρος καὶ ζεσταινότανε.
19 Ὁ ἀρχιερεὺς ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦν διὰ τοὺς μαθητάς του καὶ διὰ τὴν διδασκαλίαν του.
20 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ δημοσίᾳ ἐμίλησα εἰς τὸν κόσμον· πάντοτε ἐδίδαξα εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ εἰς τὸν ναόν, ὅπου πάντοτε μαζεύονται οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ εἰς τὰ κρυφὰ δὲν εἶπα τίποτε.
21 Γιατί ἐρωτᾶς ἐμέ; Ἐρώτησε ἐκείνους ποὺ ἄκουσαν τί τοὺς εἶπα. Αὐτοὶ ξέρουν τί εἶπα».
22 Μόλις εἶπε αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ, ἔδωκε ράπισμα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἔτσι ἀποκρίνεσαι εἰς τὸν ἀρχιερέα;».
23 Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν ἐμίλησα κακῶς, μαρτύρησε διὰ τὸ κακόν, ἐὰν δὲ καλῶς, γιατί μὲ κτυπᾶς;».
24 Ὁ Ἄννας τὸν ἔστειλε δεμένον εἰς τὸν Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα.