Κατα Ιωαννην 18:25-31 NTV

25 Ὁ δὲ Σίμων Πέτρος στεκότανε καὶ ζεσταινότανε. Τὸν ρωτοῦν, «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του;». Ἐκεῖνος τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Δὲν εἶμαι».

26 Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀπέκοψεν ὁ Πέτρος τὸ αὐτί, εἶπε, «Δὲν σὲ εἶδα ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον μαζί του;».

27 Πάλιν τὸ ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος καὶ ἀμέσως ἐλάλησε ἕνας πετεινός.

28 Ἀπὸ τὸν Καϊάφαν ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ κυβερνεῖον. Ἦτο τότε πρωΐ. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὸ κυβερνεῖον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἀλλὰ νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ φάγουν τὸ πάσχα.

29 Ἐβγῆκε τότε ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε, «Ποιάν κατηγορίαν φέρετε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;».

30 Αὐτοὶ τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἴχαμε παραδώσει».

31 Τότε τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Πάρτε τον σεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον σας δικάστε τον». Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσωμεν κανένα».