6 Μόλις τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι», ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.
7 Πάλιν τοὺς ἐρώτησε, «Ποιόν ζητᾶτε;»· αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον».
8 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Σᾶς εἶπα ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Ἐὰν λοιπὸν ζητᾶτε ἐμέ, ἀφῆστε αὐτοὺς νὰ φύγουν»,
9 — διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος ποὺ εἶπε, «Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες δὲν ἔχασα κανένα» —.
10 Τότε ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἶχε μαχαίρι, τὸ ἔσυρε καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξὶ αὐτί. Ὁ δοῦλος ὠνομάζετο Μάλχος.
11 Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Πέτρον, «Βάλε τὸ μαχαίρι εἰς τὴν θήκην. Τὸ ποτῆρι ποὺ μοῦ ἔδωκε ὁ Πατέρας δὲν πρέπει νὰ τὸ πιῶ;».
12 Ἡ φρουρὰ καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβαν κατόπιν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν ἔδεσαν