8 Καὶ ἐπῄνεσε ὁ κύριος τὸν ἄδικον διαχειριστήν, ἐπειδὴ ἐνήργησε ἔξυπνα, διότι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου εἰς τὰς σχέσεις των μὲ τοὺς ὁμοίους των εἶναι ἐξυπνότεροι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ φωτός».
9 «Καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω, κάνετε φίλους διὰ τοὺς ἑαυτούς σας χρησιμοποιοῦντες τὸν ἄδικον μαμωνᾶν, διὰ νὰ σᾶς δεχθοῦν εἰς τὰς αἰωνίους σκηνὰς, ὅταν πεθάνετε.
10 Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀξιόπιστος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς τὰ πολλὰ ἀξιόπιστος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἄδικος εἰς ἐλάχιστα εἶναι καὶ εἰς πολλὰ ἄδικος.
11 Ἐὰν λοιπὸν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι ἐν σχέσει μὲ τὸν ἄδικον μαμωνᾶν, τότε ποιὸς θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸν πραγματικὸν πλοῦτον;
12 Καὶ ἐὰν δὲν ἐφανήκατε ἀξιόπιστοι εἰς ὅ,τι εἶναι ξένον, τότε ποιός θὰ σᾶς ἐμπιστευθῇ τὸ δικό σας;
13 Κανεὶς ὑπηρέτης δὲν μπορεῖ νὰ δουλεύῃ δύο κυρίους, διότι ἢ θὰ μισήσῃ τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσῃ τὸν ἄλλον ἢ θὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὸν ἕνα καὶ θὰ παραμελήσῃ τὸν ἄλλον. Δὲν μπορεῖτε νὰ δουλεύετε τὸν Θεὸν καὶ τὸν μαμωνᾶν».
14 Ἄκουαν ὅλα αὐτὰ καὶ οἱ Φαρισαῖοι ποὺ ἦσαν φιλάργυροι καὶ τὸν εἰρωνεύοντο.