6 Ἐὰν ποῦμε, «Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους», ὅλος ὁ λαὸς θὰ μᾶς λιθοβολήσῃ, διότι ἔχει πεισθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι προφήτης».
7 Ἀπεκρίθησαν ὅτι δὲν γνωρίζουν ἀπὸ ποῦ.
8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Οὔτε καὶ ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποιάν ἐξουσίαν κάνω αὐτά».
9 Ἄρχισε δὲ νὰ λέγῃ εἰς τὸν λαὸν τὴν παραβολὴν αὐτήν: «Κάποιος ἄνθρωπος ἐφύτεψε ἕνα ἀμπέλι, τὸ ἐνοίκιασε εἰς γεωργοὺς καὶ ἔφυγε εἰς ξένην χώραν διὰ πολλὰ χρόνια.
10 Τὸν κατάλληλον καιρὸν ἔστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς ἕνα δοῦλον, διὰ νὰ τοῦ δώσουν ἀπὸ τοὺς καρποὺς τοῦ ἀμπελιοῦ. Οἱ γεωργοὶ ὅμως τὸν ἔδιωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια, ἀφοῦ τὸν ἔδειραν.
11 Τοὺς ἔστειλε πάλιν ἄλλον δοῦλον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ἀφοῦ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔβρισαν, τὸν ἔδιωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια.
12 Καὶ ἔστειλε πάλιν τρίτον. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ καὶ τοῦτον ἐτραυμάτισαν καὶ τὸν ἔδιωξαν.