1 Ἐπλησίαζε ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Πάσχα.
2 Καὶ ἐζητοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τρόπον νὰ τὸν σκοτώσουν, διότι ἐφοβοῦντο τὸν λαόν.
3 Ἐμπῆκε δὲ ὁ Σατανᾶς εἰς τὸν Ἰούδαν, ποὺ ὠνομάζετο Ἰσκαριώτης καὶ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα
4 καὶ ἐπῆγε καὶ συνεζήτησε μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ ναοῦ τὸ πῶς θὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ.
5 Καὶ αὐτοὶ ἐχάρηκαν καὶ ἀνέλαβαν νὰ τοῦ δώσουν χρήματα.
6 Αὐτὸς συμφώνησε καὶ ζητοῦσε εὐκαιρίαν νὰ τοὺς τὸν παραδώσῃ ὅταν δὲν θὰ παρευρίσκετο κόσμος.
7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔπρεπε νὰ θυσιάσουν τὸ πάσχα