52 Καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀξιωματικοὺς τοῦ ναοῦ καὶ πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει ἐναντίον του, «Σὰν νὰ ἤμουν ληστὴς ἐβγήκατε μὲ μαχαίρια καὶ ξύλα;
53 Ὅταν ἤμουν κάθε ἡμέρα μαζί σας εἰς τὸν ναόν, δὲν ἁπλώσατε τὰ χέρια ἐπάνω μου. Ἀλλ᾽ αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα σας καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους».
54 Ὅταν τὸν συνέλαβαν, τὸν ἔφεραν καὶ τὸν ἔμπασαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀρχιερέως. Ὁ δὲ Πέτρος ἀκολουθοῦσε ἀπὸ μακρυά.
55 Ἄναψαν φωτιὰ εἰς τὸ μέσον τῆς αὐλῆς καὶ ἐκάθησαν ὅλοι μαζί, ἐκάθησε δὲ καὶ ὁ Πέτρος μεταξύ τους.
56 Μία ὑπηρέτρια τὸν εἶδε νὰ κάθεται κοντὰ στὴν φωτιά, τὸν ἐκύτταξε καλά, καὶ εἶπε, «Καὶ αὐτὸς ἤτανε μαζί του».
57 Ἀλλ᾽ αὐτὸς τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Γυναῖκα, δὲν τὸν ξέρω».
58 Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἕνας ἄλλος, ὅταν τὸν εἶδε, εἶπε, «Καὶ σὺ εἶσαι ἀπ᾽ αὐτούς». Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἄνθρωπε, δὲν εἶμαι».