8 καὶ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε, ἑτοιμάστε μας τὸ πάσχα, διὰ νὰ τὸ φάγωμεν».
9 Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν, «Ποῦ θέλεις νὰ τὸ ἑτοιμάσωμε;».
10 Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπε, «Ὅταν θὰ μπῆτε στὴν πόλι, θὰ σᾶς συναντήσῃ κάποιος ποὺ θὰ κρατῇ μία στάμνα μὲ νερό· ἀκολουθῆστέ τον στὸ σπίτι ποὺ θὰ μπῇ
11 καὶ θὰ πῆτε εἰς τὸν οἰκοδεσπότην τοῦ σπιτιοῦ, «Ὁ Διδάσκαλος σοῦ παραγγέλλει, Ποῦ εἶναι τὸ κατάλυμα, ὅπου θὰ φάγω τὸ πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς μου;».
12 Καὶ ἐκεῖνος θὰ σᾶς δείξῃ ἕνα μεγάλο στρωμένο ἀνῶγι· ἐκεῖ ἑτοιμάστε».
13 Ὅταν ἐπῆγαν, βρῆκαν ὅπως τοὺς εἶχε πῆ καὶ ἑτοίμασαν τὸ πάσχα.
14 Καὶ ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα, ἐκάθησε εἰς τὸ τραπέζι καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μαζί του.