36 Καὶ ἔτρεξαν κατόπιν του ὁ Σίμων καὶ οἱ σύντροφοί του
37 καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκαν, τοῦ εἶπαν, «Ὅλοι σὲ ζητοῦν».
38 Καὶ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ἂς πᾶμε εἰς τὰ γειτονικὰ χωριά, διὰ νὰ κηρύξω καὶ ἐκεῖ· γι᾽ αὐτὸ ἐβγῆκα».
39 Καὶ ἦλθε καὶ ἐκήρυττε εἰς τὰς συναγωγάς των εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἔβγαζε τὰ δαιμόνια.
40 Καὶ ἔρχεται εἰς αὐτὸν ἕνας λεπρός, ὁ ὁποῖος τὸν παρακαλοῦσε καί, γονατιστός, τοῦ ἔλεγε, «Ἐὰν θέλῃς, μπορεῖς νὰ μὲ καθαρίσῃς».
41 Ὁ Ἰησοῦς τὸν σπλαγχνίσθηκε καὶ ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἄγγιξε καὶ τοῦ λέγει, «Θέλω, καθαρίσου».
42 Καὶ ἀμέσως τὸν ἄφησε ἡ λέπρα καὶ ἐκαθαρίσθηκε.