1 Ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγες ἡμέρες ἦλθε πάλιν εἰς τὴν Καπερναούμ, διαδόθηκε ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι.
2 Καὶ ἀμέσως ἐμαζεύθηκαν πολλοί, ὥστε νὰ μὴ τοὺς χωρῇ πλέον οὔτε ὁ χῶρος ἐμπρὸς εἰς τὴν πόρτα, καὶ τοὺς ἐκήρυττε τὸν λόγον.
3 Καὶ ἔρχονται καὶ τοῦ φέρουν ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον ἐβάσταζαν τέσσερα πρόσωπα.
4 Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν πλησιάσουν ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους, ἀφήρεσαν τὴν στέγην, ὅπου εὑρίσκετο, ἔκαναν ἕνα ἄνοιγμα καὶ κατέβασαν τὸ κρεββάτι, ὅπου ἤτανε ξαπλωμένος ὁ παραλυτικός.
5 Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστιν τους, λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν, «Παιδί μου, σοῦ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι».
6 Ἐκάθοντο δὲ ἐκεῖ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ ἐσκέπτοντο μέσα τους,