Κατα Μαρκον 2:11-17 NTV

11 «Σοῦ λέγω, σήκω ἐπάνω καὶ πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου».

12 Καὶ ἐσηκώθηκε ἀμέσως καὶ ἀφοῦ ἐσήκωσε τὸ κρεββάτι ἐβγῆκε ὑπὸ τὰ βλέμματα ὅλων, ὥστε νὰ ἐκπλαγοῦν ὅλοι καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸν καὶ νὰ λέγουν, «Ποτὲ δὲν εἴδαμε τέτοια πράγματα».

13 Καὶ ἐβγῆκε πάλιν πρὸς τὴν λίμνην. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐρχότανε εἰς αὐτὸν καὶ τοὺς ἐδίδασκε.

14 Καὶ ἐνῷ ἐβάδιζε, εἶδε τὸν Λευΐν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου, νὰ κάθεται εἰς τὸ τελωνεῖον καὶ τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με». Καὶ αὐτὸς ἐσηκώθηκε καὶ τὸν ἀκολούθησε.

15 Καὶ ἐνῷ ἐκαθότανε εἰς τὸ τραπέζι εἰς τὸ σπίτι τοῦ Λευΐ, πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἔτρωγαν μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του. Διότι ἦσαν πολλοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν.

16 Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ὅταν τὸν εἶδαν νὰ τρώγῃ μαζὶ μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἔλεγαν εἰς τοὺς μαθητάς του, «Γιατί τρώγει καὶ πίνει μὲ τοὺς τελώνας καὶ ἁμαρτωλούς;».

17 Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς, τοὺς λέγει, «Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ ἰατρὸν οἱ ὑγιεῖς ἀλλ᾽ οἱ ἀσθενεῖς. Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω δικαίους ἀλλ᾽ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».