1 Ἐκείνην τὴν ὥραν ἦλθαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν, «Ποιός ἆραγε θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν;».
2 Καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε ἕνα παιδί, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους καὶ εἶπε,
3 «Σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσετε καὶ δὲν γίνετε σὰν τὰ παιδιά, δὲν θὰ μπῆτε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
4 Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ταπεινώσῃ τὸν ἑαυτόν του σὰν τοῦτο τὸ παιδί, αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
5 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ δεχθῇ ἕνα τέτοιο παιδὶ εἰς τὸ ὄνομά μου, ἐμὲ δέχεται».
6 «Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ σκανδαλίσῃ ἕναν ἀπὸ τοὺς μικροὺς τούτους, ποὺ πιστεύουν σ᾽ ἐμέ, τὸν συμφέρει νὰ κρεμασθῇ ἀπὸ τὸν λαιμόν του μιὰ μυλόπετρα καὶ νὰ καταποντισθῇ εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης.
7 Ἀλλοίμονον εἰς τὸν κόσμον διὰ τὰ σκάνδαλα. Εἶναι βέβαια ἀνάγκη νὰ ἔλθουν τὰ σκάνδαλα. Ἀλλ᾽ ἀλλοίμονον εἰς τὸν ἄνθρωπον, διὰ τοῦ ὁποίου ἔρχεται τὸ σκάνδαλον.