3 Καὶ ἐὰν κανεὶς σᾶς πῇ τίποτε, πέστε του, «ὁ Κύριος τὰ ἔχει ἀνάγκην· καὶ ἀμέσως θὰ τὰ στείλῃ».
4 Τοῦτο δὲ ἔγινε διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου:
5 Νὰ πῆτε εἰς τὴν θυγατέρα Σιών, Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται πρὸς σὲ ταπεινὰ καὶ καθισμένος ἐπάνω σ᾽ ἕνα πουλάρι, ποὺ εἶναι γέννημα ἑνὸς ὑποζυγίου ζώου.
6 Οἱ μαθηταί, ἀφοῦ ἐπῆγαν καὶ ἔκαναν ὅπως τοὺς διέταξε ὁ Ἰησοῦς,
7 ἔφεραν τὴν ὄνον καὶ τὸ πουλάρι καὶ ἔβαλαν ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὰ ἐνδύματά τους καὶ ἐκάθησε ἐπάνω εἰς αὐτά.
8 Καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔστρωσαν τὰ ἐνδύματά τους εἰς τὸν δρόμον, ἄλλοι δὲ ἔκοβαν κλάδους ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ τοὺς ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον.
9 Ὁ δὲ κόσμος ποὺ ἐπήγαινε μπροστὰ καὶ ἀκολουθοῦσε, ἐφώναζε, Ὡσαννὰ εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Δαυΐδ, Εὐλογημένος ἂς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις.