29 Διότι ξέρω τοῦτο, ὅτι μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου θὰ μποῦν μεταξύ σας λύκοι ἄγριοι καὶ δὲν θὰ φεισθοῦν τὸ ποίμνιον,
30 καὶ ἀπὸ σᾶς τοὺς ἰδίους θὰ ἐγερθοῦν ἄνδρες οἱ ὁποῖοι θὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθειαν διὰ νὰ παρασύρουν τοὺς μαθητὰς ὥστε νὰ ἀκολουθήσουν αὐτούς.
31 Διὰ τοῦτο νὰ εἶσθε ἄγρυπνοι καὶ νὰ θυμᾶσθε ὅτι, ἐπὶ τριετίαν νύχτα καὶ ἡμέραν, δὲν ἔπαυσα νὰ νουθετῶ τὸν καθένα ἀπὸ σᾶς μὲ δάκρυα.
32 Καὶ τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἀφιερώνω εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὸν λόγον τῆς χάριτός του, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ αὐξήσῃ τὴν οἰκοδομήν σας καὶ νὰ σᾶς δώσῃ κληρονομίαν μεταξὺ ὅλων τῶν ἁγιασμένων.
33 Δὲν ἐπεθύμησα κανενὸς τὸ χρῆμα ἢ τὸ χρυσάφι ἢ τὸν ρουχισμόν.
34 Ξέρετε σεῖς οἱ ἴδιοι ὅτι τὰς ἀνάγκας τὰς δικάς μου καὶ τῶν συντρόφων μου ἐξυπηρέτησαν τὰ χέρια μου αὐτά.
35 Σᾶς ἔδειξα, μὲ κάθε τρόπον, ὅτι ἔτσι μὲ τὸν κόπον τῆς ἐργασίας σας πρέπει νὰ βοηθᾶτε τοὺς ἀδυνάτους καὶ νὰ θυμᾶσθε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ εἶπε αὐτὸς ὁ ἴδιος: «Εἶναι εὐτυχέστερον νὰ δίνῃ κανεὶς παρὰ νὰ παίρνῃ».