14 Ἀφοῦ δὲν ἐπείθετο, ἡσυχάσαμε καὶ εἴπαμε, «Ἂς γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου».
15 Ὕστερα ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτάς, ἑτοιμασθήκαμε καὶ ἀρχίσαμε νὰ ἀνεβαίνωμεν πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ.
16 Μαζί μας ἦλθαν καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τῆς Καισαρείας καὶ ἔφεραν κάποιον Μνάσωνα Κύπριον, παλαιὸν μαθητήν, εἰς τὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦμε.
17 Ὅταν ἐφθάσαμεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, οἱ ἀδελφοὶ μᾶς ἐδέχθησαν μὲ χαράν.
18 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ Παῦλος ἐπῆγε μαζί μας νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Ἰάκωβον καὶ ἦλθαν καὶ ὅλοι οἱ πρεσβύτεροι.
19 Ἀφοῦ τοὺς ἐχαιρέτησε, τοὺς διηγήθηκε λεπτομερῶς ὅσα ὁ Θεὸς ἔκανε εἰς τοὺς ἐθνικοὺς διὰ τῆς ὑπηρεσίας του.
20 Αὐτοὶ ὅταν τὰ ἄκουσαν, ἐδόξαζαν τὸν Κύριον καὶ εἶπαν εἰς τὸν Παῦλον, «Βλέπεις, ἀδελφέ, ὅτι πολλὲς χιλιάδες ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ἔχουν πιστέψει καὶ ὅλοι εἶναι ζηλωταὶ τοῦ νόμου.