34 Μεταξὺ τοῦ ὄχλου μερικοὶ ἐφώναζαν τοῦτο καὶ ἄλλοι ἐκεῖνο. Ἐπειδὴ δὲ δὲν μποροῦσε νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν ἐξ αἰτίας τοῦ θορύβου, διέταξε νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὸν στρατῶνα.
35 Ὅταν ἔφθασε ὁ Παῦλος εἰς τὰ σκαλιά, ἐδέησε νὰ βασταχθῇ ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἐξ αἰτίας τῆς βίας τοῦ ὄχλου,
36 διότι ἀκολουθοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ ἔκραζε, «Ἐξαφάνισέ τον».
37 Ἐνῷ ἐπρόκειτο ὁ Παῦλος νὰ εἰσαχθῇ εἰς τὸν στρατῶνα, λέγει εἰς τὸν χιλίαρχον, «Ἐπιτρέπεται νὰ σοῦ πῶ κάτι;». Καὶ ἐκεῖνος εἶπε, «Ὥστε ξέρεις ἑλληνικά;
38 Δὲν εἶσαι λοιπὸν σὺ ὁ Αἰγύπτιος ποὺ ἐπαναστάτησε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν καὶ ὡδήγησε εἰς τὴν ἔρημον τέσσερις χιλιάδες τρομοκράτας;».
39 Ὁ Παῦλος ἀπεκρίθη, «Ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος ἀπὸ τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, πολίτης ὄχι ἀσήμου πόλεως. Σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ μιλήσω εἰς τὸν λαόν».
40 Αὐτὸς τὸ ἐπέτρεψε, καὶ ὁ Παῦλος ἐστάθηκε εἰς τὰ σκαλιὰ καὶ ἔνευσε μὲ τὸ χέρι εἰς τὸν λαόν. Ὅταν ἐπεκράτησε ἡσυχία, τοὺς προσεφώνησε εἰς τὴν Ἑβραϊκὴν διάλεκτον καὶ εἶπε: