4 Ἐπήγαμε καὶ εὑρήκαμε τοὺς μαθητὰς καὶ ἐμείναμεν ἐκεῖ ἑπτὰ ἡμέρες. Οἱ μαθηταὶ αὐτοὶ ὑπὸ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Πνεύματος ἔλεγαν εἰς τὸν Παῦλον νὰ μὴ ἀνεβῇ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.
5 Ἀλλ᾽ ὅταν συμπληρώσαμε τὶς ἡμέρες τῆς διαμονῆς μας, ἐφύγαμεν, ὅλοι δὲ σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις μᾶς συνώδευαν ἕως ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν. Εἰς τὸ ἀκρογιάλι ἐγονατίσαμε καὶ προσευχηθήκαμε, ἀφοῦ δὲ ἀποχαιρετήσαμεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἐμπήκαμε εἰς τὸ πλοῖον,
6 ἐνῷ ἐκεῖνοι ἐπέστρεψαν εἰς τὰ σπίτια τους.
7 Ἐπλεύσαμεν τὸ διάστημα ἀπὸ τὴν Τύρον καὶ ἐφθάσαμεν εἰς τὴν Πτολεμαΐδα, ὅπου ἐχαιρετήσαμεν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐμείναμεν μαζί τους μίαν ἡμέραν.
8 Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἀναχωρήσαμεν καὶ ἤλθαμεν εἰς τὴν Καισάρειαν, ἐπήγαμε δὲ εἰς τὸ σπίτι τοῦ Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτά, καὶ ἐμείναμεν μαζί του.
9 Εἶχε τέσσερις θυγατέρες παρθένους, αἱ ὁποῖαι ἐπροφήτευαν.
10 Εἴχαμε μείνει ἐκεῖ ἀρκετὲς ἡμέρες ὅτε κατέβηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαίαν κάποιος προφήτης ὀνομαζόμενος Ἄγαβος,