18 διὰ τὸν ὁποῖον ἐλέχθη, Διὰ τοῦ Ἰσαὰκ θὰ προέλθουν οἱ ἀπόγονοί σου,
19 διότι ἐσκέφθηκε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ ἀναστήσῃ καὶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Καὶ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ ἠμπορούσαμε νὰ ποῦμε, τὸν ἐπῆρε πίσω ὁ Ἀβραάμ.
20 Μὲ τὴν πίστιν πρὸς τὰ μελλοντικὰ εὐλόγησε ὁ Ἰσαὰκ τὸν Ἰακὼβ καὶ τὸν Ἠσαῦ.
21 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Ἰακώβ, ὅταν ἐπέθαινε, εὐλόγησε κάθε ἕνα ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ προσκύνησε τὸν Θεόν, στηριχθεὶς εἰς τὸ ἄκρον τῆς ράβδου του.
22 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινε, ἐμίλησε διὰ τὴν ἔξοδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔδωκε ἐντολὰς διὰ τὰ ὀστᾶ του.
23 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Μωϋσῆς, μετὰ τὴν γέννησίν του, ἐκρύφθηκε ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, διότι εἶδαν ὅτι τὸ παιδὶ ἦτο ὡραῖον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκαν τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως.
24 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐμεγάλωσε, ἀρνήθηκε νὰ ὀνομάζεται υἱὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ,