22 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν ἐπέθαινε, ἐμίλησε διὰ τὴν ἔξοδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔδωκε ἐντολὰς διὰ τὰ ὀστᾶ του.
23 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Μωϋσῆς, μετὰ τὴν γέννησίν του, ἐκρύφθηκε ἐπὶ τρεῖς μῆνες ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, διότι εἶδαν ὅτι τὸ παιδὶ ἦτο ὡραῖον, καὶ δὲν ἐφοβήθηκαν τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλέως.
24 Μὲ τὴν πίστιν ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐμεγάλωσε, ἀρνήθηκε νὰ ὀνομάζεται υἱὸς τῆς θυγατρὸς τοῦ Φαραώ,
25 διότι ἐπροτίμησε μᾶλλον νὰ ὑποφέρῃ μαζὶ μὲ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ παρὰ νὰ ἔχῃ τὴν πρόσκαιρη ἀπόλαυσιν ἁμαρτωλῶν πραγμάτων.
26 Ἐθεώρησε μεγαλύτερον πλοῦτον ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς Αἰγύπτου τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ Χριστοῦ, καθ᾽ ὅσον ἀπέβλεπε εἰς τὴν ἀνταπόδοσιν.
27 Μὲ τὴν πίστιν ἄφησε τὴν Αἴγυπτον, χωρὶς νὰ φοβηθῇ τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως, διότι ἔδειξε καρτερίαν, σὰν νὰ ἔβλεπε τὸν ἀόρατον Θεόν.
28 Μὲ τὴν πίστιν ἔκανε τὸ πάσχα καὶ τὸν ραντισμὸν τοῦ αἵματος διὰ νὰ μὴ θίξῃ ὁ ἐξολοθρευτὴς ἄγγελος τὰ πρωτότοκά των.