9 Μὲ τὴν πίστιν κατῴκησε εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας σὰν ξένος σὲ μιὰ ξένη χώρα, ζῶν σὲ σκηνές, μαζὶ μὲ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακώβ, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἰδίας ὑποσχέσεως,
10 διότι ἐπερίμενε τὴν πόλιν, ἡ ὁποία ἔχει στερεὰ θεμέλια καὶ τῆς ὁποίας ἀρχιτέκτων καὶ δημιουργὸς εἶναι ὁ Θεός.
11 Μὲ τὴν πίστιν καὶ αὐτὴ ἡ Σάρρα, παρὰ τὴν ἡλικίαν της, ἔλαβε τὴν δύναμιν πρὸς σύλληψιν, διότι ἐθεώρησε ἀξιόπιστον ἐκεῖνον, ποὺ ἔδωσε τὴν ὑπόσχεσιν.
12 Καὶ ἔτσι ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ ἦτο καὶ νεκρωμένος, προῆλθον ἀπόγονοι τόσον πολλοὶ ὅπως τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅπως ἡ ἀναρίθμητη ἄμμος εἰς τὰς ἀκτὰς τῆς θαλάσσης.
13 Ὅλοι αὐτοὶ ἐπέθαναν μὲ πίστιν, χωρὶς νὰ ἔχουν λάβει τὰς ὑποσχέσεις, ἀλλὰ τὰς εἶδαν ἀπὸ μακρυά, καὶ τὰς ἐχαιρέτησαν καὶ ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι ξένοι καὶ περαστικοὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν.
14 Ἀσφαλῶς δὲ ἐκεῖνοι ποὺ μιλοῦν ἔτσι, δείχνουν ὅτι ζητοῦν τὴν πατρίδα τους.
15 Καὶ ἐὰν μὲν εἶχαν στὸν νοῦ τους ἐκείνην, ἀπὸ τὴν ὁποίαν εἶχαν φύγει, θὰ εἶχαν τὸν καιρὸν νὰ ἐπιστρέψουν.