1 Ἂς φοβούμεθα λοιπόν, μήπως, ἐνῷ παραμένει ἀκόμη ἡ ὑπόσχεσις νὰ εἰσέλθωμεν εἰς τὴν ἀνάπαυσίν του, φανῇ κανεὶς ἀπὸ σᾶς ὅτι τὴν ἐστερήθηκε.
2 Διότι καθὼς ἐκεῖνοι, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἀκούσαμε τὸ εὐχάριστον ἄγγελμα, ἀλλὰ τὸ ἄγγελμα ποὺ ἄκουσαν ἐκεῖνοι δὲν τοὺς ὠφέλησε, διότι δὲν ἔδωσαν πίστιν εἰς ἐκεῖνα ποὺ ἄκουσαν.
3 Ἐμεῖς ποὺ ἔχομεν πιστέψει, εἰσερχόμεθα εἰς τὴν ἀνάπαυσιν, διὰ τὴν ὁποίαν εἶπε, Διὰ τοῦτο ὡρκίσθηκα, εἰς τὴν ὀργήν μου, ὅτι αὐτοὶ δὲν θὰ εἰσέλθουν ποτὲ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου, ἂν καὶ τὰ ἔργα του εἶχαν τελειώσει ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου.
4 Διότι εἶπε κάπου περὶ τῆς ἑβδόμης ἡμέρας τὰ ἑξῆς: Καὶ ἀναπαύθηκε ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην ἀπ᾽ ὅλα τὰ ἔργα του·
5 καὶ ἐδῶ πάλιν λέγει: Δὲν θὰ εἰσέλθουν ποτὲ εἰς τὴν ἀνάπαυσίν μου.