13 Ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον λέγονται αὐτά, ἀνῆκεν εἰς ἄλλην φυλήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν ἔχει ὑπηρετήσει εἰς τὸ θυσιαστήριον,
14 διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ Κύριός μας προῆλθε ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Μωϋσῆς δὲν εἶπε τίποτε περὶ ἱερωσύνης.
15 Καὶ γίνεται ἀκόμη περισσότερον φανερόν, ὅταν παρουσιάζεται ἄλλου εἴδους ἱερεύς, ὅμοιος πρὸς τὸν Μελχισεδέκ,
16 ὁ ὁποῖος ἔγινε ὄχι κατ᾽ ἀπαίτησιν ἐντολῆς ποὺ ἰσχύει δι᾽ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμιν ζωῆς ποὺ δὲν καταλύεται,
17 διότι δίδεται ἡ μαρτυρία: Σὺ εἶσαι αἰώνιος ἱερεὺς κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.
18 Καταργεῖται μία προηγουμένη ἐντολή, διότι ἦτο ἀνίσχυρη καὶ ἀνωφελής
19 — ἀφοῦ ὁ νόμος δὲν ἔφερε τίποτε εἰς τὴν τελειότητα — καὶ εἰσάγεται μία καλύτερη ἐλπίδα, διὰ τῆς ὁποίας προσεγγίζομεν τὸν Θεόν.