19 — ἀφοῦ ὁ νόμος δὲν ἔφερε τίποτε εἰς τὴν τελειότητα — καὶ εἰσάγεται μία καλύτερη ἐλπίδα, διὰ τῆς ὁποίας προσεγγίζομεν τὸν Θεόν.
20 Ἐπὶ πλέον, δὲν ἔγινε τοῦτο χωρὶς ὅρκον. Οἱ ἄλλοι ἔγιναν ἱερεῖς χωρὶς ὅρκον,
21 ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ἔγινε μὲ τὸν ὅρκον ἐκείνου, ὁ ὁποῖος τοῦ λέγει, Ὡρκίσθηκε ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ μετανοήσῃ, Σὺ εἶσαι αἰώνιος ἱερεὺς κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ,
22 καὶ ἔτσι ὁ Ἰησοῦς ἔγινε ἐγγυητὴς μιᾶς ἀνωτέρας διαθήκης.
23 Καὶ ἐκεῖνοι μὲν οἱ ἱερεῖς ἦσαν πολλοὶ διότι ἕνεκα τοῦ θανάτου δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ παραμένουν ἱερεῖς,
24 ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς ἐπειδὴ παραμένει αἰωνίως ἔχει ἀμεταβίβαστην τὴν ἱερωσύνην.
25 Διὰ τοῦτο καὶ δύναται νὰ σώζῃ γιὰ πάντα ἐκείνους ποὺ προσέρχονται δι᾽ αὐτοῦ εἰς τὸν Θεόν, διότι ζῆ πάντοτε διὰ νὰ μεσιτεύῃ ὑπὲρ αὐτῶν.