5 Καὶ ὅσοι μὲν ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Λευῒ γίνονται ἱερεῖς, ἔχουν ἐντολὴν νὰ παίρνουν σύμφωνα μὲ τὸν νόμον, τὸ δέκατον ἀπὸ τὸν λαόν, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς των, ἂν καὶ αὐτοὶ κατάγωνται ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ.
6 Ἀλλ᾽ ὁ Μελχισεδέκ, ἂν καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν γενεὰν ἐκείνων, ἐπῆρε τὸ δέκατον ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ εὐλόγησε ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε τὰς ὑποσχέσεις.
7 Ἀναντιρρήτως δὲ τὸ μικρότερον εὐλογεῖται ἀπὸ τὸ μεγαλύτερον.
8 Εἰς τὴν μίαν περίπτωσιν παίρνουν τὰ δέκατα ἄνθρωποι ποὺ πεθαίνουν, εἰς τὴν ἄλλην τὰ ἐπῆρε ἐκεῖνος, ποὺ μαρτυρεῖται ὅτι ζῆ.
9 Θὰ μποροῦσε μάλιστα, νὰ πῇ κανείς, ὅτι καὶ ὁ Λευΐ, ὁ ὁποῖος παίρνει δέκατα, ἔχει δώσει καὶ αὐτὸς δέκατα διὰ τοῦ Ἀβραάμ,
10 διότι ὁ Λευῒ ἦτο ἀκόμη εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ προπάτορός του Ἀβραὰμ ὅταν τὸν συνήντησε ὁ Μελχισεδέκ.
11 Ἐὰν λοιπόν, ἦτο κατορθωτὴ ἡ τελειότης διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης — διότι μὲ αὐτὴν ὡς βάσιν εἶχε δοθῆ εἰς τὸν λαὸν ὁ νόμος — ποιά ἐπὶ πλέον ἀνάγκη θὰ ὑπῆρχε νὰ παρουσιασθῇ ἄλλου εἴδους ἀρχιερεύς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, καὶ νὰ μὴ λέγεται κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών;