9 Θὰ μποροῦσε μάλιστα, νὰ πῇ κανείς, ὅτι καὶ ὁ Λευΐ, ὁ ὁποῖος παίρνει δέκατα, ἔχει δώσει καὶ αὐτὸς δέκατα διὰ τοῦ Ἀβραάμ,
10 διότι ὁ Λευῒ ἦτο ἀκόμη εἰς τὰ σπλάγχνα τοῦ προπάτορός του Ἀβραὰμ ὅταν τὸν συνήντησε ὁ Μελχισεδέκ.
11 Ἐὰν λοιπόν, ἦτο κατορθωτὴ ἡ τελειότης διὰ τῆς Λευϊτικῆς ἱερωσύνης — διότι μὲ αὐτὴν ὡς βάσιν εἶχε δοθῆ εἰς τὸν λαὸν ὁ νόμος — ποιά ἐπὶ πλέον ἀνάγκη θὰ ὑπῆρχε νὰ παρουσιασθῇ ἄλλου εἴδους ἀρχιερεύς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, καὶ νὰ μὴ λέγεται κατὰ τὴν τάξιν Ἀαρών;
12 Διότι ὅταν γίνεται μετάθεσις τῆς ἱερωσύνης, τότε κατ᾽ ἀνάγκην γίνεται καὶ μετάθεσις τοῦ νόμου.
13 Ἐκεῖνος, διὰ τὸν ὁποῖον λέγονται αὐτά, ἀνῆκεν εἰς ἄλλην φυλήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν ἔχει ὑπηρετήσει εἰς τὸ θυσιαστήριον,
14 διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ὁ Κύριός μας προῆλθε ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Μωϋσῆς δὲν εἶπε τίποτε περὶ ἱερωσύνης.
15 Καὶ γίνεται ἀκόμη περισσότερον φανερόν, ὅταν παρουσιάζεται ἄλλου εἴδους ἱερεύς, ὅμοιος πρὸς τὸν Μελχισεδέκ,