3 Ὡς γνωστὸν δέ, κάθε ἀρχιερεὺς ἐγκαθίσταται διὰ νὰ προσφέρῃ δῶρα καὶ θυσίας, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχῃ κάτι νὰ προσφέρῃ.
4 Ἐὰν ἦτο εἰς τὴν γῆν, δὲν θὰ ἦτο κἂν ἱερεύς, ἀφοῦ ὑπάρχουν ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι προσφέρουν τὰ δῶρα σύμφωνα μὲ τὸν νόμον.
5 Αὐτοὶ ἐκτελοῦν τὴν λατρείαν, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίτυπον καὶ σκιὰ τῶν ἐπουρανίων πραγμάτων, ἀκριβῶς ὅπως ἔλαβεν ἐντολὴν νὰ κάνῃ ὁ Μωϋσῆς, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἑτοιμάσῃ τὴν σκηνήν. Πρόσεχε, τοῦ λέγει, νὰ κάνῃς ὅλα κατὰ τὸ ὑπόδειγμα, τὸ ὁποῖον σοῦ ὑποδείχθηκε εἰς τὸ ὄρος.
6 Ἐνῷ τώρα ὁ Ἰησοῦς ἔλαβε ὑπηρεσίαν τόσον ἀνωτέραν ἀπὸ τὴν δικήν τους ὅσον εἶναι καλυτέρα καὶ ἡ διαθήκη, τῆς ὁποίας εἶναι μεσίτης, καὶ ἡ ὁποία ἔχει νομοθετηθῆ ἐπὶ καλυτέρων ὑποσχέσεων.
7 Διότι ἐὰν ἡ πρώτη ἐκείνη διαθήκη ἦτο ἄμεμπτη, δὲν θὰ ἐζητεῖτο θέσις διὰ δευτέραν.
8 Ὅταν ὁ Θεὸς τοὺς μέμφεται, λέγει, Ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ συνάψω διὰ τὸν οἶκον τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὸν οἶκον τοῦ Ἰούδα διαθήκην νέαν,
9 ἡ ὁποία δὲν θὰ εἶναι ὁμοία πρὸς τὴν διαθήκην τὴν ὁποίαν συνῆψα μὲ τοὺς πατέρας των τότε, ὅταν τοὺς ἔπιασα ἀπὸ τὸ χέρι, διὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσω ἔξω ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου. Ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν ἔμειναν πιστοὶ εἰς τὴν διαθήκην μου, ἐγὼ τοὺς ἐγκατέλειψα, λέγει ὁ Κύριος.