19 Ἐγὼ ὁ Παῦλος τὸ ἔγραψα μὲ τὸ χέρι μου, ἐγὼ θὰ τὸ πληρώσω, διὰ νὰ μὴ σοῦ πῶ ὅτι μοῦ χρωστᾶς καὶ τὸν ἑαυτόν σου.
20 Ναί, ἀδελφέ, θὰ ἤθελα νὰ αἰσθανθῶ μιὰ χαρὰ ἀπὸ σένα ἐν Κυρίῳ, ἀνάπαυσέ μου τὴν καρδιὰ ἐν Κυρίῳ.
21 Ἐπειδὴ ἔχω πεποίθησιν ὅτι θὰ ὑπακούσῃς, σοῦ ἔγραψα, ἂν καὶ ξέρω ὅτι θὰ κάνῃς περισσότερα ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέγω.
22 Συγχρόνως νὰ μοῦ ἑτοιμάζῃς φιλοξενίαν, διότι ἐλπίζω ὅτι, μὲ τὰς προσευχάς σας, θὰ ἀποδοθῶ σ᾽ ἐσᾶς.
23 Σὲ χαιρετᾶ ὁ Ἐπαφρᾶς, ὁ φυλακισμένος μαζί μου διὰ τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν,
24 καὶ ἐπίσης ὁ Μᾶρκος, ὁ Ἀρίσταρχος, ὁ Δημᾶς, ὁ Λουκᾶς, οἱ συνεργάται μου.