1 Διὰ τοῦτο, ὅταν ἦλθα σ᾽ ἐσᾶς, ἀδελφοί, σᾶς ἐκήρυξα τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ, ὄχι μὲ ὑπεροχὴν λόγου ἢ σοφίας.
2 Ἀπεφάσισα νὰ μὴ γνωρίζω τίποτε ἄλλο, ὅταν ἤμουν μεταξύ σας, παρὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ αὐτὸν σταυρωμένον.
3 Καὶ ἦλθα σ᾽ ἐσᾶς, αἰσθανόμενος ἀδυναμίαν καὶ φόβον καὶ πολὺν τρόμον.
4 Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου δὲν ἔγιναν μὲ πειστικοὺς λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλὰ μὲ πειθὼ Πνεύματος καὶ δυνάμεως,
5 διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ πίστις σας θεμελιωμένη ἐπάνω εἰς τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
6 Εἰς τοὺς ὡρίμους ὅμως κηρύττομεν καὶ σοφίαν, ἀλλὰ σοφίαν ὄχι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οὔτε τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι βαίνουν πρὸς τὸ τέλος τους,