3 Καὶ ἦλθα σ᾽ ἐσᾶς, αἰσθανόμενος ἀδυναμίαν καὶ φόβον καὶ πολὺν τρόμον.
4 Καὶ ὁ λόγος μου καὶ τὸ κήρυγμά μου δὲν ἔγιναν μὲ πειστικοὺς λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλὰ μὲ πειθὼ Πνεύματος καὶ δυνάμεως,
5 διὰ νὰ μὴ εἶναι ἡ πίστις σας θεμελιωμένη ἐπάνω εἰς τὴν σοφίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
6 Εἰς τοὺς ὡρίμους ὅμως κηρύττομεν καὶ σοφίαν, ἀλλὰ σοφίαν ὄχι τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οὔτε τῶν ἀρχόντων τοῦ κόσμου αὐτοῦ, οἱ ὁποῖοι βαίνουν πρὸς τὸ τέλος τους,
7 ἀλλὰ κηρύττομεν μυστικὴν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦτο κρυμμένη καὶ τὴν ὁποίαν προώρισε ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων πρὸς δόξαν μας.
8 Κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντας τοῦ κόσμου αὐτοῦ δὲν τὴν ἐγνώρισε· ἐὰν τὴν εἶχαν γνωρίσει, δὲν θὰ ἐσταύρωναν τὸν Κύριον τῆς δόξης.
9 Ἀλλά, καθὼς εἶναι γραμμένον, Ἐκεῖνα ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου δὲν συνέλαβε, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς δι᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.