1 Καὶ ἐγώ, ἀδελφοί, δὲν μπόρεσα νὰ σᾶς μιλήσω ὅπως θὰ ἥρμοζε σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾽ ὅπως ἥρμοζε σὲ γηΐνους, σὲ νήπια ἐν Χριστῷ.
2 Γάλα σᾶς ἐπότισα καὶ ὄχι στερεὰν τροφήν, διότι ἀκόμη δὲν μπορούσατε νὰ τὴν δεχθῆτε. Ἀλλ᾽ οὔτε καὶ τώρα ἀκόμη μπορεῖτε,
3 διότι ἀκόμη εἶσθε γήϊνοι. Ὅταν ὑπάρχῃ μεταξύ σας ζηλοτυπία καὶ φιλονεικία καὶ διαίρεσις, δὲν εἶσθε γήϊνοι καὶ δὲν φέρεσθε σὰν κοινοὶ ἄνθρωποι;
4 Διότι ὅταν ὁ ἕνας λέγῃ: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Παύλου» καὶ ὁ ἄλλος: «Ἐγὼ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», δὲν εἶσθε κοινοὶ ἄνθρωποι;
5 Τί εἶναι ἐπὶ τέλους ὁ Παῦλος; Τί εἶναι ὁ Ἀπολλώς, παρὰ ὑπηρέται διὰ τῶν ὁποίων ἐπιστέψατε καὶ ὅπως ὁ Κύριος ἔδωκε εἰς τὸν καθένα;