1 Ἔτσι πρέπει νὰ μᾶς θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι, σὰν ὑπηρέτας τοῦ Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
2 Ἐκεῖνο δὲ ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς οἰκονόμους εἶναι νὰ βρεθοῦν πιστοί.
3 Ὡς πρὸς ἐμέ, μοῦ εἶναι ὅλως ἀδιάφορον νὰ κριθῶ ἀπὸ σᾶς ἢ ἀπὸ ἀνθρώπινον δικαστήριον, ἀλλ᾽ οὔτε ἐγὼ κρίνω τὸν ἑαυτόν μου·
4 διότι δὲν συναισθάνομαι τίποτε κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ μὲ αὐτὸ δὲν εἶμαι δικαιωμένος· ἐκεῖνος ποὺ μὲ κρίνει εἶναι ὁ Κύριος.
5 Ὥστε μὴ κρίνετε τίποτε πρὶν ἀπὸ τὸν ὡρισμένον καιρόν, ἕως ὅτου ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος θὰ φέρῃ στὸ φῶς τὰ πράγματα ποὺ κρύβονται στὸ σκοτάδι καὶ θὰ φανερώσῃ τὰς σκέψεις τῶν καρδιῶν· τότε ὁ καθένας θὰ πάρῃ τὸν ἔπαινόν του ἀπὸ τὸν Θεόν.