1 Τὴν ἀλήθειαν λέγω ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, δὲν ψεύδομαι· μὲ βεβαιώνει καὶ ἡ συνείδησίς μου διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
2 ὅτι ὑπάρχει λύπη μεγάλη καὶ ἀδιάκοπος πόνος εἰς τὴν καρδιά μου.
3 Θὰ εὐχόμουν μάλιστα νὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος ἀνάθεμα, μακρυὰ ἀπὸ τὸν Χριστόν, χάριν τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν φυσικῶν συγγενῶν μου,
4 οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰσραηλῖται, εἰς τοὺς ὁποίους ἀνήκει ἡ υἱοθεσία, ἡ δόξα, αἱ διαθῆκαι, ἡ νομοθεσία, ἡ λατρεία καὶ αἱ ὑποσχέσεις,
5 εἰς τοὺς ὁποίους ἀνήκουν οἱ πατέρες καὶ ἐκ τῶν ὁποίων, ἀπὸ ἀνθρωπίνης πλευρᾶς, κατάγεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεράνω ὅλων Θεὸς εὐλογητὸς αἰωνίως. Ἀμήν.
6 Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχει διαψευσθῆ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Διότι πραγματικοὶ Ἰσραηλῖται δὲν εἶναι ὅλοι ὅσοι κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ,