3 Διότι κάποτε ἤμαστε καὶ ἐμεῖς ἀνόητοι, ἐπλανώμεθα, ἤμαστε δοῦλοι ἐπιθυμιῶν καὶ διαφόρων ἡδονῶν, ἐζούσαμε εἰς τὴν κακίαν καὶ τὸν φθόνον, ἄξιοι μίσους καὶ ἐμισούσαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
4 Ἀλλ᾽ ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Σωτῆρός μας Θεοῦ,
5 μᾶς ἔσωσε, ὄχι ἀπὸ ἔργα δικαιοσύνης, τὰ ὁποῖα ἐκάναμε ἐμεῖς, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ δικό του ἔλεος, διὰ τοῦ λουτροῦ τῆς ἀναγεννήσεως καὶ τῆς ἀνακαινίσεως ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
6 τὸ ὁποῖον ἐξέχυσε σ᾽ ἐμᾶς πλούσια διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρός μας,
7 ὥστε, δικαιωμένοι μὲ τὴν χάριν ἐκείνου, νὰ γίνωμεν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα μας, κληρονόμοι τῆς αἰωνίου ζωῆς.
8 Εἶναι ἀξιόπιστα τὰ λόγια αὐτά, καὶ αὐτὰ θέλω νὰ διαβεβαιώνῃς, ὥστε νὰ φροντίζουν ἐκεῖνοι ποὺ ἐπίστεψαν εἰς τὸν Θεὸν νὰ εἶναι πρωτοπόροι καλῶν ἔργων. Αὐτὰ εἶναι τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα διὰ τοὺς ἀνθρώπους,
9 ἀλλ᾽ ἀπόφευγε μωρὰς συζητήσεις, γενεαλογίας, ἔριδας καὶ φιλονεικίας διὰ τὸν νόμον, διότι εἶναι ἀνωφελεῖς καὶ μάταιαι.