1 Κάποτε ο βασιλιάς Δαρείος έκανε ένα μεγάλο συμπόσιο για όλους όσους είχε στην υπηρεσία του. Προσκάλεσε τους δούλους του που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, τους αυλάρχες της Μηδίας και της Περσίας,
2 τους διοικητές, τους στρατηγούς και τους επάρχους όλου του βασιλείου του, από την Ινδία μέχρι την Αιθιοπία, εκατόν είκοσι εφτά διοικήσεις.
3 Έφαγαν όλοι και ήπιαν, κι όταν χόρτασαν διαλύθηκαν. Ο βασιλιάς Δαρείος πήγε στο υπνοδωμάτιό του και κοιμήθηκε, αλλά σύντομα ξύπνησε.
4 Τότε οι τρεις νεαροί σωματοφύλακες του βασιλιά είπαν μεταξύ τους:
5 «Ελάτε να πούμε καθένας κάτι που κατά τη γνώμη του είναι το επικρατέστερο σ’ όλο τον κόσμο. Σ’ εκείνον που ο λόγος του θα φανεί στο βασιλιά ευφυέστερος από των άλλων, ο βασιλιάς θα του δώσει μεγάλα δώρα και τιμές.