Α΄ Εσδρασ 8 TGVD

Η άφιξη του Έσδρα στην Ιερουσαλήμ

1 Μετά από πολύν καιρό, όταν βασιλιάς των Περσών ήταν ο Αρταξέρξης, ήρθε στην Ιερουσαλήμ ο Έσδρας, γιος του Σαραίου· η υπόλοιπη ανιούσα προγονική γραμμή του ήταν: Εζερίας, Χελκίας, Σαλήμος,

2 Σαδδούκος, Αχιτώβ, Αμαρίας, Οζίας, Βοκκά, Αβισουέ, Φινεές, Ελεάζαρ, αρχιερέας Ααρών.

3-4 Ο Έσδρας ήταν έμπειρος και βαθύς γνώστης του νόμου, που ο Θεός του Ισραήλ είχε δώσει στο Μωυσή. Ο βασιλιάς τού είχε μεγάλη εκτίμηση και του έκανε όποια χάρη κι αν του ζητούσε. Ανέβηκε, λοιπόν, και ο Έσδρας από τη Βαβυλώνα στην Ιερουσαλήμ,

5 και μαζί του ανέβηκαν πολλοί άλλοι Ισραηλίτες, τον πέμπτο μήνα του έβδομου έτους της βασιλείας του Αρταξέρξη· ανάμεσά τους ήταν ιερείς και λευίτες, ψάλτες, θυρωροί και υπηρέτες του ναού.

6 Την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα αναχώρησαν από τη Βαβυλώνα, και την πρώτη μέρα του πέμπτου μήνα έφτασαν στα Ιεροσόλυμα, μετά από ένα καλό ταξίδι που τους χάρισε ο Κύριος.

7 Ο Έσδρας γνώριζε πολύ καλά το νόμο του Κυρίου και τις εντολές του με κάθε λεπτομέρεια· έτσι ήταν σε θέση να διδάξει τους Ισραηλίτες όλες τις διαταγές και τις ποινές.

Το διάταγμα που δίνεται στον Έσδρα

8 Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντίγραφο της γραπτής διαταγής, που δόθηκε από το βασιλιά Αρταξέρξη στον Έσδρα τον ιερέα και γνώστη του νόμου του Θεού:

9 «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης χαιρετίζει τον Έσδρα, ιερέα και γνώστη του νόμου του Κυρίου.

10 »Στο πνεύμα της φιλανθρωπίας μου αποφασίζω και διατάζω για όλο το βασίλειό μου, όσοι θέλουν από το ιουδαϊκό έθνος κι επίσης οι ιερείς και οι λευίτες, μπορούν να έρθουν μαζί σου στα Ιεροσόλυμα.

11 Όσοι λοιπόν το έχουν αποφασίσει, ας ξεκινήσουν μαζί σου, γιατί έτσι το θεώρησα καλό εγώ και οι εφτά σύμβουλοί μου, που ονομάζονται φίλοι του βασιλιά.

12 Ας έρθουν να ερευνήσουν την κατάσταση στην Ιουδαία και στην Ιερουσαλήμ, αν τηρείται πιστά ο νόμος του Κυρίου.

13 Επίσης να πάρουν μαζί τους στην Ιερουσαλήμ τα δώρα που εγώ και οι σύμβουλοί μου έχουμε υποσχεθεί να προσφέρουμε στον Κύριο του Ισραήλ, καθώς και όλο το χρυσάφι και το ασήμι που ανήκει στον Κύριο και βρίσκεται στη Βαβυλώνα, μαζί με τα αφιερώματα του λαού προς το ναό του Κυρίου τους στην Ιερουσαλήμ, και να τα προσφέρουν στον Κύριο εκεί.

14 Να συγκεντρωθεί το χρυσάφι και το ασήμι που χρειάζεται για ν’ αγοραστούν βόδια, κριάρια, αρνιά και τα σχετικά,

15 για να προσφέρουν οι Ισραηλίτες θυσίες στο θυσιαστήριο του Κυρίου τους στην Ιερουσαλήμ.

16 »Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το χρυσάφι και το ασήμι όπως θέλεις εσύ και οι συμπατριώτες σου σύμφωνα με το θέλημα του Θεού σου.

17-18 Επίσης μπορείς να πάρεις από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο τα ιερά σκεύη του Κυρίου, που σου δίνονται για να χρησιμοποιηθούν στο ναό του Θεού σου στην Ιερουσαλήμ, καθώς και ο,τιδήποτε άλλο χρειαστείς για την υπηρεσία στο ναό.

19 »Εγώ, ο βασιλιάς Αρταξέρξης, διατάζω τους θησαυροφύλακες της Συρίας και της Φοινίκης να δίνουν χωρίς αντίρρηση στον Έσδρα τον ιερέα και γνώστη του νόμου του ύψιστου Θεού όσα τους ζητήσει, μέχρι και εκατό ασημένια τάλαντα,

20 εκατό κορ σιτάρι, εκατό μετρητές κρασί και άφθονο αλάτι.

21 Ας γίνουν όλα με κάθε επιμέλεια προς τιμήν του ύψιστου Θεού σύμφωνα με το νόμο του, για να μην οργιστεί εναντίον της βασιλείας της δικής μου και των διαδόχων μου.

22 »Σας γνωστοποιείται ότι στους ιερείς, στους λευίτες, στους ψάλτες, στους θυρωρούς, στους υπηρέτες του ναού και σ’ όποιον άλλο απασχολείται σ’ αυτόν, δε θα επιβάλλεται καμιά φορολογία ούτε άλλη επιβάρυνση και κανένας δε θα έχει το δικαίωμα να επιβάλει σ’ αυτούς ο,τιδήποτε.

23 »Κι εσύ Έσδρα, με τη σοφία του Θεού, να διορίσεις διοικητές και δικαστές για να δικάζουν σ’ όλη τη Συρία και τη Φοινίκη, από εκείνους που γνωρίζουν το νόμο του Θεού σου. Και σ’ όσους δεν τον γνωρίζουν να τους τον διδάξεις.

24 Όλοι όσοι θα παραβαίνουν το νόμο του Θεού σου και του βασιλιά, θα τιμωρούνται αυστηρά με θάνατο ή με χρηματική ποινή ή με εξορία ή με όποια άλλη τιμωρία».

Ο Έσδρας δοξολογεί το Θεό

25 Τότε ο Έσδρας, ο γνώστης του νόμου του Θεού, είπε: «Ας είναι δοξασμένος ο μοναδικός Κύριος, που έβαλε στο νου του βασιλιά να αποκαταστήσει την παλιά δόξα του ναού στην Ιερουσαλήμ,

26 και τίμησε κι εμένα μπροστά στο βασιλιά και τους συμβούλους του, τους φίλους και τους άρχοντές του.

27 Πράγματι, ο Κύριος ο Θεός μου μου έδωσε θάρρος και συγκέντρωσα πολλούς Ισραηλίτες, για ν’ ανεβούν μαζί μου στην Ιερουσαλήμ».

Αυτοί που επέστρεψαν υπό τον Έσδρα

28 Αυτοί είναι οι αρχηγοί κατά συγγένειες και κατά οικογένειες, που ανέβηκαν μαζί μου από τη Βαβυλώνα, την εποχή του βασιλιά Αρταξέρξη:

29 Από τη συγγένεια του Φινεές, ο Γορσόμος· του Ιεταμάρου, ο Γαμήλος· του Δαβίδ, ο Αττούς γιος του Σεχενίου.

30 Από τη συγγένεια του Φόρος, ο Ζαχαρίας και μαζί του είχαν γραφτεί εκατόν πενήντα άντρες.

31 Από τη συγγένεια του Φααθμωάβ, ο Ελιαωνίας γιος του Ζαραίου και μαζί του διακόσιοι άντρες.

32 Από τη συγγένεια του Ζαθόης, ο Σεχενίας γιος του Ιεζήλου και μαζί του τριακόσιοι άντρες· από τη συγγένεια του Αδίνου, ο Βην-Ιωνάθαν και μαζί του διακόσιοι πενήντα άντρες.

33 Από τη συγγένεια του Ηλάμ, ο Ιεσίας γιος του Γοθολία και μαζί του εβδομήντα άντρες.

34 Από τη συγγένεια του Σαφατία, ο Ζαραΐας γιος του Μιχαήλου και μαζί του εβδομήντα άντρες.

35 Από τη συγγένεια του Ιωάβ, ο Αβαδίας γιος του Ιεζήλου και μαζί του διακόσιοι δώδεκα άντρες.

36 Από τη συγγένεια του Βανί, ο Ασσαλιμώθ γιος του Ιωσαφία και μαζί του εκατόν εξήντα άντρες.

37 Από τη συγγένεια του Βαβί, ο Ζαχαρίας γιος του Βηβαΐ, και μαζί του είκοσι οκτώ άντρες.

38 Από τη συγγένεια του Ασγάθ, ο Ιωάννης γιος του Ακατάν και μαζί του εκατόν δέκα άντρες.

39 Από τη συγγένεια του Αδωνικάμ επέστρεψαν την τελευταία μέρα οι: Ελιφαλατός, Ιεουήλ, και Σαφαίας και μαζί τους εβδομήντα άντρες.

40 Από τη συγγένεια του Βαγώ, ο Ουθί γιος του Ισταλκούρου, και μαζί του εβδομήντα άντρες.

Ο Έσδρας βρίσκει ιερείς και λευίτες για το ναό

41 Όλους αυτούς τους συγκέντρωσα στον ποταμό Θεράν και στρατοπεδεύσαμε εκεί τρεις μέρες. Τους επιθεώρησα

42 και διαπίστωσα πως δεν υπήρχε εκεί κανένας ιερέας ή λευίτης.

43 Έστειλα λοιπόν ανθρώπους στους: Ελεάζαρο, Ιδουήλο, Μαασμάν, Ελνατάν, Σαμαΐα, Ιώρηβο, Νάθαν, Εννατάν, Ζαχαρία και Μεσόλαμο, που ήταν αρχηγοί και έμπειροι άνθρωποι,

44 και τους διέταξα να πάνε στον Αδδαίο τον προϊστάμενο του θησαυροφυλακίου

45 και να ζητήσουν απ’ αυτόν, από τους συναδέλφους του και τους άλλους αξιωματούχους του θησαυροφυλακίου να μας στείλουν ιερείς για να υπηρετήσουν στο ναό του Κυρίου μας.

46 Εκείνοι με τη βοήθεια του Κυρίου μάς έστειλαν άντρες έμπειρους: Τον Ασεβηβία από τη συγγένεια του Μοολί, απογόνου του Λευί, γιου του Ισραήλ, μαζί με δεκαοχτώ από τους γιους του και τους συγγενείς του.

47 Τον Ασεβία, τον Άννουνο και τον αδερφό του Ωσαΐα, από τη συγγένεια του Χανουναίου, μαζί με είκοσι από τους γιους τους.

48 Επίσης υπήρχαν διακόσιοι είκοσι υπηρέτες του ναού, που τους προγόνους τους τους είχε διορίσει ο Δαβίδ και οι αξιωματούχοι του για να βοηθούν τους λευίτες. Όλων τα ονόματα καταγράφηκαν.

Οι προετοιμασίες για το ταξίδι

49 Εκεί, στις όχθες του ποταμού Θερά, όρισα νηστεία για τους νέους ενώπιον του Κυρίου μας,

50 για να ζητήσουμε από αυτόν καλό ταξίδι για μας και τα παιδιά μας, που έρχονταν μαζί μας και για τα ζώα μας.

51 Ντράπηκα να ζητήσω από το βασιλιά να μας δώσει συνοδεία πεζικό και ιππικό για να μας προστατεύουν από τους εχθρούς μας,

52 γιατί του είχαμε πει ότι ο Κύριός μας με τη δύναμή του θα συμπαραστεκόταν σ’ αυτούς που τον λατρεύουν, μέχρις ότου αποκατασταθούν πλήρως.

53 Έτσι λοιπόν προσευχηθήκαμε πάλι στον Κύριό μας και εξασφαλίσαμε την εύνοιά του.

54 Από τους αρχηγούς των ιερέων ξεχώρισα τους Σερεβία και Ασαβία, και μαζί μ’ αυτούς άλλους δέκα άντρες.

55 Μετά ζύγισα το ασήμι, το χρυσάφι και τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου μας, που είχαν δωρίσει ο ίδιος ο βασιλιάς, οι σύμβουλοί του, οι αξιωματούχοι του και ο ισραηλιτικός λαός, και τα παρέδωσα σ’ αυτούς.

56 Αναλυτικά τους ζύγισα τα εξής: Εξακόσια πενήντα τάλαντα ασήμι και ασημένια σκεύη αξίας εκατό ταλάντων· εκατό χρυσά τάλαντα, είκοσι χρυσά σκεύη και δώδεκα χάλκινα από καλό χαλκό, που έλαμπαν σαν χρυσά.

57 Και τους είπα: «Εσείς είστε αφιερωμένοι στον Κύριο των προγόνων μας· το ίδιο και τα σκεύη, το ασήμι και το χρυσάφι.

58 Προσέξτε τα και φυλάξτε τα, μέχρις ότου τα παραδώσετε στους αρχηγούς των ιερέων και των λευιτών και στους πρεσβυτέρους του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, στα σκευοφυλάκια του ναού του Κυρίου μας».

59 Παρέλαβαν λοιπόν οι ιερείς και οι λευίτες το ασήμι, το χρυσάφι και τα σκεύη, για να τα φέρουν στο ναό του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ.

Άφιξη στην Ιερουσαλήμ

60 Στις δώδεκα του πρώτου μήνα ξεκινήσαμε από τον ποταμό Θερά και με τη βοήθεια του Κυρίου μας ήρθαμε στην Ιερουσαλήμ. Το δυνατό του χέρι μας προστάτευε από κάθε εχθρό, ώσπου φτάσαμε στην πόλη.

61 Αφού μείναμε εκεί τρεις μέρες, ζυγίσαμε το ασήμι και το χρυσάφι και το παραδώσαμε στο ναό του Κυρίου μας, στον ιερέα Μαρμωθί, γιο του Ουρία.

62 Μαζί του ήταν κι ο Ελεάζαρ, γιος του Φινεές και οι λευίτες Ιωσαβδός, γιος του Ιησού και Μωέθ, γιος του Σαβάννου. Αριθμήθηκαν όλα τα σκεύη, ζυγίστηκαν και καταγράφτηκε το βάρος τους.

63 Όσοι είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία πρόσφεραν θυσίες στον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ, για τη σωτηρία τους. Πρόσφεραν θυσία δώδεκα βόδια για όλους τους Ισραηλίτες, ενενήντα έξι κριάρια, εβδομήντα δύο αρνιά και δώδεκα τράγους.

64 Μετά παρέδωσαν τις διαταγές του βασιλιά στους βασιλικούς διαχειριστές και στους διοικητές της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, οι οποίοι τότε τίμησαν το έθνος και το ναό του Κυρίου.

Οι μικτοί γάμοι των Ισραηλιτών

65 Όταν τέλειωσαν όλα, με πλησίασαν μερικοί από τους αρχηγούς των Ισραηλιτών και μου είπαν:

66 «Ο λαός, οι άρχοντες, οι ιερείς και οι λευίτες δεν έχουν διακόψει τους δεσμούς τους από τους ξένους γειτονικούς λαούς, δηλαδή τους Χαναναίους, τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ιεβουσαίους, τους Μωαβίτες, τους Αιγύπτιους και τους Ιδουμαίους, αλλά εξακολουθούν να τηρούν τα βδελυρά έθιμα εκείνων.

67 Αυτοί και οι γιοι τους έχουν στο μεταξύ πάρει γυναίκες από τις κόρες αυτών των λαών. Έτσι ο άγιος λαός έχει αναμειχθεί με τους ξένους λαούς της περιοχής· ακόμα και οι άρχοντες και οι αξιωματούχοι έχουν πάρει μέρος σ’ αυτήν την αμαρτία από τον πρώτο κιόλας καιρό».

68 Εγώ όταν τ’ άκουσα αυτά, διέρρηξα τα ιμάτιά μου και την ιερατική στολή μου· τραβούσα τα μαλλιά μου και τα γένια μου, και καθόμουν στο έδαφος σκεφτικός και λυπημένος.

69 Πενθούσα έτσι για την αμαρτία, μέχρι την ώρα της βραδινής θυσίας. Γύρω μου είχαν μαζευτεί πολλοί από το λαό, όσοι ακόμα είχε επίδραση πάνω τους ο λόγος του Κυρίου του Ισραήλ.

70 Μετά σηκώθηκα από τη νηστεία, κι έτσι όπως ήμουν με σκισμένα τα ρούχα μου και την ιερατική στολή μου, γονάτισα, σήκωσα τα χέρια μου στον Κύριο και είπα:

71 «Κύριε, τα ’χω χαμένα, και ντρέπομαι να σε κοιτάξω,

72 γιατί μας έπνιξαν οι αμαρτίες μας, και η άγνοιά μας φτάνει μέχρι τον ουρανό.

73 Από την εποχή των προγόνων μας μέχρι σήμερα, πάντα ήμασταν αμαρτωλοί.

74 Για τις δικές μας αμαρτίες και των προγόνων μας πέσαμε στα χέρια των ξένων βασιλιάδων εμείς, οι συγγενείς μας, οι βασιλιάδες μας και οι ιερείς μας. Μας κατέσφαξαν, μας έσυραν στην αιχμαλωσία, μας λεηλάτησαν και ζούμε μέχρι τώρα καταντροπιασμένοι.

75 Τώρα όμως, Κύριε, είναι λίγος καιρός που μας λυπήθηκες και γλίτωσε από μας ένα υπόλοιπο με το όνομα “Ισραήλ” εδώ, στον τόπο που βρίσκεται ο ναός σου.

76 Έκανες το άστρο του έθνους μας να λάμψει ξανά, αφού μας έθρεψες στα χρόνια της δουλείας μας.

77 Ακόμα και τότε που ήμασταν δούλοι εσύ, Κύριέ μας, δε μας εγκατέλειψες. Έκανες να μας ευνοήσουν οι βασιλιάδες των Περσών,

78 και να μας δώσουν τροφή, ν’ αποκαταστήσουν τη δόξα του ναού σου, να ξαναχτίσουν την ερημωμένη Σιών και να μας δώσουν έναν ασφαλή τόπο εδώ στην Ιουδαία και την Ιερουσαλήμ.

79 »Τώρα, όμως, τι να πούμε Κύριε, που ύστερα απ’ όλα αυτά εμείς έχουμε παραβεί πάλι τις διαταγές που μας έδωσες με τους δούλους σου τους προφήτες; Αυτοί μας είπαν ότι

80 η χώρα που θα μπαίναμε να την κληρονομήσουμε θα ήταν μολυσμένη από τους ξένους λαούς της χώρας, που την είχαν γεμίσει με τα βδελυρά τους είδωλα.

81 Και μας είπαν να μην παντρέψουμε τις κόρες μας με τους γιους τους, ούτε να πάρουμε τις δικές τους κόρες γυναίκες στους γιους μας.

82 Ακόμη μας είπαν να μην κάνουμε ποτέ ειρήνη μ’ αυτούς, αν θέλαμε να τους νικήσουμε, να απολαύσουμε τα αγαθά της χώρας, και να τα μεταβιβάζουμε εσαεί ως ιδιοκτησία στους απογόνους μας.

83 Αλλά παρ’ όλα αυτά που μας βρήκαν ως τιμωρία για τις βδελυρές μας πράξεις και τις μεγάλες μας αμαρτίες,

84 εσύ, Κύριε, μας τιμώρησες ελαφρότερα απ’ όσο αξίζαμε κι έτσι άφησες αυτό το υπόλοιπο του λαού να επιζήσει. Και τώρα που εμείς ξαναγυρίζουμε και παραβαίνουμε το νόμο σου κι ερχόμαστε σε επιμειξία με τα γύρω ακάθαρτα έθνη,

85 εσύ δεν οργίζεσαι εναντίον μας να μας καταστρέψεις τελείως και να μην αφήσεις κανέναν μας να ζήσει, να μείνουμε χωρίς απογόνους και χωρίς το όνομα του έθνους μας.

86 Κύριε του Ισραήλ είσαι πιστός σ’ εμάς, που άφησες να επιζήσει μέχρι σήμερα ένα υπόλοιπο του λαού μας.

87 Και τώρα είμαστε εδώ ενώπιόν σου με τις αμαρτίες μας, ενώ εξαιτίας τους δεν έχουμε το δικαίωμα να στεκόμαστε μπροστά σου».

Η διάλυση των μικτών γάμων

88 Την ώρα που ο Έσδρας προσευχόταν και τα ομολογούσε όλα αυτά με κλάματα, πεσμένος στο έδαφος μπροστά στο ναό, συγκεντρώθηκε γύρω του πολύς λαός από την Ιερουσαλήμ, άντρες, γυναίκες και παιδιά, κι είχε ξεσπάσει μεγάλος θρήνος ανάμεσά τους.

89 Τότε ένας από τους Ισραηλίτες, ο Ιεχονίας γιος του Ιεήλου, φώναξε στον Έσδρα: «Πράγματι, αμαρτήσαμε στον Κύριο και πήραμε γυναίκες από τους ειδωλολατρικούς λαούς που κατοικούν στην περιοχή. Υπάρχει όμως ακόμα και τώρα ελπίδα για τον Ισραήλ.

90 Ας υποσχεθούμε τώρα στον Κύριο με όρκο να διώξουμε όλες τις γυναίκες μας που πήραμε από τους ξένους λαούς, μαζί με τα παιδιά τους. Θα κάνουμε ό,τι νομίζεις σωστό εσύ και όσοι υπακούν στο νόμο του Κυρίου.

91 Είναι όμως δική σου ευθύνη. Σήκω και κάνε το, κι εμείς θα σε βοηθήσουμε».

92 Σηκώθηκε λοιπόν ο Έσδρας και όρκισε τους αρχηγούς των ιερέων και των λευιτών του Ισραήλ να κάνουν όπως υποσχέθηκαν.

κεφάλαια

1 2 3 4 5 6 7 8 9