56 Οι λευίτες από είκοσι ετών και πάνω διορίστηκαν να επιβλέπουν τις εργασίες του ναού του Κυρίου. Διορίστηκαν ο Ιησούς, οι γιοι του και οι συγγενείς του, ο αδερφός του ο Καδμιήλ, οι γιοι του Ιησού του Ημαδαβούν, οι απόγονοι του Ιωδά του Ιλιαδούν, μαζί με τους γιους του και τους συγγενείς του· όλοι δηλαδή οι λευίτες εργάζονταν μαζί ως επιστάτες στις εργασίες του ναού του Θεού.
57 Ένώ οι χτίστες έχτιζαν το ναό του Θεού, οι ιερείς είχαν πάρει τις θέσεις τους και στέκονταν ντυμένοι τις στολές τους, κρατώντας μουσικά όργανα και σάλπιγγες· στέκονταν και οι λευίτες, οι απόγονοι του Ασάφ, με κύμβαλα. Δοξολογούσαν κι ευχαριστούσαν τον Κύριο, σύμφωνα με τους κανονισμούς του Δαβίδ, βασιλιά του Ισραήλ.
58 Φώναζαν μ’ όλη τους τη δύναμη ευχαριστώντας τον Κύριο κι επαναλαμβάνοντας με ύμνους: «η δόξα του Κυρίου και η αγάπη του για τον Ισραήλ διαρκούν αιώνια».
59 Όλος ο λαός σάλπιζε κι ευχαριστούσε με μεγάλη φωνή τον Κύριο που ξαναχτιζόταν ο ναός.
60 Μερικοί όμως από τους γεροντότερους ιερείς και λευίτες και από τους αρχηγούς των οικογενειών, που είχαν δει τον προηγούμενο ναό, όταν έρχονταν τώρα εκεί που χτιζόταν ο νέος ναός, έκλαιγαν και θρηνολογούσαν με δυνατές κραυγές.
61 Άλλοι με τις σάλπιγγες αλάλαζαν χαρούμενα.
62 Ο λαός σάλπιζε δυνατά κι ακουγόταν από πολύ μακριά· όσοι όμως ήταν κοντά δεν άκουγαν τις σάλπιγγες, γιατί ο θρήνος εκεί γύρω ήταν δυνατότερος.