60 Μερικοί όμως από τους γεροντότερους ιερείς και λευίτες και από τους αρχηγούς των οικογενειών, που είχαν δει τον προηγούμενο ναό, όταν έρχονταν τώρα εκεί που χτιζόταν ο νέος ναός, έκλαιγαν και θρηνολογούσαν με δυνατές κραυγές.
61 Άλλοι με τις σάλπιγγες αλάλαζαν χαρούμενα.
62 Ο λαός σάλπιζε δυνατά κι ακουγόταν από πολύ μακριά· όσοι όμως ήταν κοντά δεν άκουγαν τις σάλπιγγες, γιατί ο θρήνος εκεί γύρω ήταν δυνατότερος.
63 Οι εχθροί των φυλών Ιούδα και Βενιαμίν άκουσαν τα σαλπίσματα και ήρθαν να δουν τι σήμαιναν όλα αυτά.
64 Όταν έμαθαν ότι εκείνοι που είχαν γυρίσει από την αιχμαλωσία, έχτιζαν τώρα το ναό προς τιμήν του Κυρίου, του Θεού του Ισραήλ,
65 πλησίασαν το Ζοροβάβελ, τον Ιησού και τους αρχηγούς των συγγενειών και τους είπαν: «Αφήστε μας να χτίσουμε κι εμείς μαζί σας·
66 γιατί κι εμείς, όπως κι εσείς, υπακούμε στον ίδιο Κύριο και θυσιάζουμε σ’ αυτόν από τον καιρό του Ασβασαρέθ, βασιλιά των Ασσυρίων, ο οποίος και μας μετέφερε εδώ».