Β΄ Μακκαβαιων 1:19-25 TGVD

19 Εκείνο τον καιρό, όταν οι πρόγονοί μας οδηγούνταν αιχμάλωτοι στην Περσία, οι ευσεβείς ιερείς πήραν κρυφά φωτιά από το θυσιαστήριο και την έκρυψαν καλά στο κοίλωμα μιας ξερής δεξαμενής, ώστε κανείς να μην ξέρει πού ήταν κρυμμένη.

20 Μετά από πολλά χρόνια, όταν ο Θεός έκρινε κατάλληλη τη στιγμή και στάλθηκε από το βασιλιά των Περσών ο Νεεμίας στην Ιερουσαλήμ, έστειλε τους απογόνους εκείνων των ιερέων να φέρουν από την κρυψώνα τη φωτιά. Αυτοί γύρισαν και είπαν ότι δε βρήκαν καμιά φωτιά, παρά μόνο βούρκο. Ο Νεεμίας τους παράγγειλε να βγάλουν λίγο βούρκο και να του τον πάνε.

21 Όταν ετοιμάστηκαν οι θυσίες, ο Νεεμίας είπε στους ιερείς να ραντίσουν με το βούρκο τα ξύλα και τα σφάγια για τη θυσία.

22 Όταν έγινε κι αυτό, μετά από λίγη ώρα βγήκε ο ήλιος, γιατί πρωτύτερα ήταν συννεφιά και άναψε μεγάλη φωτιά. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι.

23 Τότε, ενώ καιγόταν η θυσία, ο αρχιερέας Ιωνάθαν οδηγούσε το λαό σε προσευχή και όλοι οι άλλοι, ακόμα κι ο Νεεμίας, ανταπαντούσαν.

24 Η προσευχή ήταν η εξής:«Κύριε, Κύριε Θεέ, δημιουργέ των πάντων, είσαι φοβερός και δυνατός, δίκαιος και σπλαχνικός. Ο μόνος βασιλιάς, ο μόνος καλός.

25 Είσαι ο μόνος χορηγός, ο μόνος δίκαιος, παντοδύναμος κι αιώνιος κι ελευθερώνεις το λαό του Ισραήλ από κάθε συμφορά. Εσύ διάλεξες τους προγόνους μας και τους ξεχώρισες για λαό σου.