1 Όταν πληροφορήθηκε ο Νικάνωρ ότι οι άντρες του Ιούδα βρίσκονταν στην περιοχή της Σαμάρειας, αποφάσισε να τους επιτεθεί την ημέρα του Σαββάτου, που δε θα υπήρχε γι’ αυτόν κανένας κίνδυνος.
2 Οι Ιουδαίοι που είχαν εξαναγκαστεί να ακολουθούν το στρατό του, του έλεγαν να μη διαπράξει τέτοια άγρια και βάρβαρη σφαγή, αλλά να σεβαστεί την ημέρα που ο πανεπόπτης Θεός την έχει τιμήσει και την έχει ορίσει ως αγία.
3 Τότε ο Νικάνωρ, το ταπεινότερο υποκείμενο της γης, ρώτησε: «Υπάρχει κανένας κυβερνήτης στον ουρανό, που έχει ορίσει να γιορτάζεται το Σάββατο;»
4 Εκείνοι του απάντησαν: «Υπάρχει ο αληθινός Κύριος, ο κυβερνήτης του ουρανού. Αυτός διάταξε να γιορτάζουμε την έβδομη ημέρα».
5 Τότε ο Νικάνωρ είπε: «Και εγώ είμαι κυβερνήτης στη γη και διατάζω να πάρετε τα όπλα και να εκπληρώσετε τις υποχρεώσεις σας απέναντι στο βασιλιά».Δεν κατόρθωσε όμως να φέρει σε πέρας το σατανικό του σχέδιο.
6 Ο Νικάνωρ με την αλαζονεία του και τον κομπασμό του σκόπευε να ανεγείρει ένα μνημείο για τις νίκες του εναντίον του Ιούδα.
7 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος όμως είχε πάντα την πεποίθησή του στον Κύριο, και πίστευε πως αναμφίβολα αυτός θα τον βοηθούσε.
8 Γι’ αυτό και παρότρυνε τους συντρόφους του να μη φοβούνται την επίθεση των ειδωλολατρών. Να θυμούνται πάντα πόσο τους είχε βοηθήσει ο παντοδύναμος Θεός στο παρελθόν και να περιμένουν και τώρα τη νίκη που ο ίδιος θα τους χάριζε πάλι.
9 Τους ενθάρρυνε με παραδείγματα από το νόμο και τους προφήτες και τους θύμιζε τους αγώνες τους στο παρελθόν. Έτσι τους αναπτέρωνε το ηθικό, για να πολεμήσουν.
10 Αφού τους προετοίμασε ψυχολογικά, τους έδωσε διαταγές, υπενθυμίζοντάς τους παράλληλα πως δεν θα έπρεπε να εμπιστεύονται τους εθνικούς, γιατί αυτοί ποτέ δεν κρατούσαν το λόγο τους.
11 Έναν έναν τους άντρες του τους εξόπλισε όχι τόσο με ασπίδες και λόγχες αλλά με το θάρρος από τα γενναία λόγια που τους είπε.Ακόμη τους διηγήθηκε ένα πολύ ζωντανό όνειρο που είχε δει και που σ’ αυτό έπρεπε να στηριχτούν. Αυτό τους έδωσε απερίγραπτη χαρά, όσο τίποτε άλλο.
12 Το όνειρο ήταν το εξής: Του παρουσιάστηκε ο αρχιερέας Ονίας. Ήταν ένας καλοκάγαθος άνθρωπος, σεβάσμιος στις συζητήσεις του και αξιοπρεπής στη συμπεριφορά του, θαυμάσιος ομιλητής κι ενάρετος από τα παιδικά του χρόνια. Αυτός λοιπόν προσευχόταν θερμά με υψωμένα χέρια, για ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος.
13 Μετά παρουσιάστηκε στον Ιούδα με τον ίδιο τρόπο ένας άλλος άντρας, σεβάσμιος γέροντας, με μεγαλόπρεπο παρουσιαστικό.
14 Τότε ο Ονίας είπε: «Αυτός είναι ο προφήτης του Θεού Ιερεμίας, που αγαπάει τους συμπατριώτες του και προσεύχεται διαρκώς για το λαό και την Ιερουσαλήμ».
15 Ο Ιερεμίας άπλωσε το δεξί του χέρι κι έδωσε στον Ιούδα ένα χρυσό ξίφος λέγοντάς του:
16 «Πάρε το άγιο ξίφος, δώρο από το Θεό, που μ’ αυτό θα συντρίψεις τους εχθρούς».
17 Αυτά τα ωραία και ενθαρρυντικά λόγια του Ιούδα εμψύχωσαν τους νέους και τους παρακίνησαν να φανούν γενναίοι. Η πόλη, τα ιερά τους και ο ναός τους κινδύνευαν. Έτσι οι Ιουδαίοι, μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο, αποφάσισαν να μην περιμένουν στο στρατόπεδο αλλά να βγουν με γενναιότητα εναντίον των εχθρών και να συμπλακούν μαζί τους, παίρνοντας έτσι τις τύχες τους στα δικά τους χέρια.
18 Δεν ενδιαφέρονταν και τόσο ν’ αγωνιστούν για τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, τ’ αδέρφια τους ή τους συγγενείς τους, όσο για τον άγιο ναό.
19 Εξάλλου η αγωνία αυτών που θα ’πρεπε να μείνουν στην Ιερουσαλήμ δεν ήταν μικρότερη, γιατί εκείνοι φοβούνταν και αγωνιούσαν για την έκβαση της σύγκρουσης στην ύπαιθρο.
20 Όλοι περίμεναν την αποφασιστική μάχη. Οι εχθροί είχαν προωθήσει το στρατό τους έχοντας το ιππικό τους αριστερά και δεξιά και τους ελέφαντες σε καίρια σημεία.
21 Όταν ο Μακκαβαίος είδε τον πολυάριθμο στρατό, την ποικιλία των όπλων και την αγριότητα των θηρίων, επικαλέστηκε τον Κύριο, που κάνει θαυμαστά έργα. Ήξερε πως η νίκη δεν κερδίζεται με τα όπλα αλλά δίνεται από το Θεό κατά την κρίση του σ’ εκείνους που το αξίζουν.
22 Έκανε λοιπόν την παρακάτω προσευχή: «Εσύ, Κύριε, τον καιρό του Εζεκία, βασιλιά της Ιουδαίας, έστειλες τον άγγελό σου και θανάτωσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες άντρες από το στρατόπεδο του Σενναχηρείμ.
23 Και τώρα, Κυρίαρχε των ουρανών, στείλε μπροστά από μας έναν καλό άγγελο, που να σκορπίζει το φόβο και τον τρόμο.
24 Χτύπα με τη μεγάλη σου δύναμη τους βλάσφημους που επιτεθήκαν ενάντια στον άγιο σου λαό» –έτσι τέλειωσε την προσευχή του.
25 Ο Νικάνωρ και ο στρατός του προέλαυναν με τον ήχο των σαλπίγγων και με τα πολεμικά τους εμβατήρια.
26 Ο Ιούδας όμως με τους άντρες του πήγαιναν στη μάχη επικαλούμενοι το Θεό και προσευχόμενοι.
27 Έτσι, πολεμώντας με τα χέρια τους και προσευχόμενοι με την καρδιά τους σκότωσαν πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες άντρες. Η χαρά τους ήταν μεγάλη, γιατί ο Θεός τούς είχε βοηθήσει με την παρουσία του.
28 Όταν τελείωσε η μάχη και διαλύονταν με πανηγυρισμούς, αναγνώρισαν το Νικάνορα που ήταν πεσμένος νεκρός με ολόκληρη την πανοπλία του.
29 Με κραυγές και αλαλαγμούς δοξολογούσαν τον Κύριο στη γλώσσα τους.
30 Τότε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, που πάντοτε είχε αγωνιστεί πρώτος με το σώμα και την ψυχή του για χάρη των συμπατριωτών του διατηρώντας πάντα το νεανικό του σφρίγος, διέταξε τους συμπολίτες του να κόψουν το κεφάλι και το δεξιό βραχίονα του Νικάνορα και να τα φέρουν στα Ιεροσόλυμα.
31 Όταν έφτασαν στην πόλη, συγκέντρωσε όλο το λαό, έβαλε τους ιερείς να σταθούν μπροστά στο θυσιαστήριο και έστειλε να φέρουν αυτούς που βρίσκονταν στο φρούριο.
32 Τους έδειξε το κεφάλι του ασεβή και βλάσφημου Νικάνορα, καθώς και το δεξιό του βραχίονα, που με τόση υπερηφάνεια τον είχε απλώσει εναντίον του αγίου ναού του Παντοκράτορα.
33 Μετά έκοψε τη γλώσσα του ασεβή Νικάνορα, λέγοντας ότι θα τη δώσει κομμάτι κομμάτι στα όρνεα και ότι θα κρεμάσει τα υπόλοιπα μέλη του σώματος μπροστά στο ναό, σημάδι του τι έπαθε με την παραφροσύνη του ο Νικάνωρ.
34 Τότε όλοι δοξολόγησαν το δοξασμένο Κύριο στον ουρανό λέγοντας: «Ευλογημένος να είναι αυτός, που φύλαξε αμόλυντο το ναό του!»
35 Ο Ιούδας κρέμασε το κεφάλι του Νικάνορα από το φρούριο, χειροπιαστή απόδειξη για όλους της βοήθειας που τους είχε στείλει ο Κύριος.
36 Όλη η συνέλευση του λαού έβγαλε κοινό ψήφισμα και αποφάσισαν ότι αυτή η μέρα δε θα ’πρεπε ποτέ να ξεχαστεί, αλλά να τη γιορτάζουν επίσημα κάθε χρόνο, την παραμονή το βράδυ της γιορτής του Μαρδοχαίου. Αυτή είναι η δέκατη τρίτη μέρα του δωδέκατου μήνα, ο οποίος στα αραμαϊκά λέγεται Αδάρ.
37 Έτσι, λοιπόν, εξελίχθηκαν τα πράγματα για το Νικάνορα, κι από τότε και μετά η Ιερουσαλήμ περιήλθε στην κυριαρχία των Εβραίων. Εδώ τελειώνω την αφήγησή μου.
38 Αν αυτή είναι καλογραμμένη κι ανταποκρίνεται στα γεγονότα, αυτό ήταν και η δική μου επιθυμία. Κι αν είναι ατελής και μέτρια, εγώ έκανα το καλύτερο που μπορούσα.
39 Είναι γνωστό πως δεν είναι υγιεινό να πίνει κανείς σκέτο κρασί ή σκέτο νερό, ενώ ανακατεμένα τα δυο έχουν απολαυστική γεύση. Έτσι και ο λόγος, όταν είναι καλογραμμένος, ευχαριστεί το αυτί των αναγνωστών. Μ’ αυτό τελείωσα.